Ο σχηματισμός της σκατούλας όταν ξεπροβάλλει δειλά-δειλά... Χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι είμαστε οριακά με το χέσιμο.
-Θέλω χέσιμο.
-Πολύ;
-Γάμησέ τα... Βγαίνει το μολυβάκι!
Ο σχηματισμός της σκατούλας όταν ξεπροβάλλει δειλά-δειλά... Χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι είμαστε οριακά με το χέσιμο.
-Θέλω χέσιμο.
-Πολύ;
-Γάμησέ τα... Βγαίνει το μολυβάκι!
Got a better definition? Add it!
Ή σκέτο "σακούλααααα!"
Ισοδύναμο της έκφρασης: θα ξεράσω. Λέγεται όταν ακούμε κάτι που μας χαλάει, όπως π.χ. ένα κρύο ανέκδοτο.
Κάνοντας ζάπινγκ πέφτετε σε «κοινωνική εκπομπή» της μεσημεριανής ζώνης. Πατώντας το κουμπί για να αλλάξετε κανάλι το γρηγορώτερο, λέτε: «Θα ξεράσω!» ή «σακούλα καμαρώτε!» ή σκέτο «σακούλαααα!»
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος προσπαθεί να αποφύγει μια κλανιά, που όμως δεν τα καταφέρνει και τελικά από την προσπάθεια και κλάνει και του φεύγει και σκατό μαζί.
Ρε συ, μια ώρα σφιγγόμουν χθές και τελικά ενέδωσα. Το θέμα είναι όμως ότι όχι μόνο έκλασα, αλλά λερώθηκα και από πάνω. Δηλαδή χέκλασα ρε φίλε!!
Got a better definition? Add it!
Οι διαρροϊκές κενώσεις, γνωστές και ως ευκοίλια.
-Σε πείραξε κι εσένα το φαΐ χτες;
-Γάμησέ τα, με τάραξε στο τσιρλονέρι, στη χέστρα την έβγαλα όλη τη νύχτα!
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ενθουσιαζομαι με κάτι υπερβολικά. Η χαρά μου είναι πρακτικά ακράτητη.
- Το δες το νεο Mac Book air, Μάκη; Γαμάτο;
- Τι να σε πω ρε Μηνά.. αφού με ξες... Με αυτές τις γκατζετιές δεν χέζω και τα βρακιά μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Συνήθως γίνεται στην ιεραποστολική στάση με τον άντρα από πάνω και, λίγο πριν μπει ο άντρας, ο γυναικείος κόλπος έχει πάρει αέρα και μόλις τον χώνει ο μίστερ ακούγεται το γνωστό σε πολλούς μουνοκλανίδι.
Φανταστείτε το.
βλ. και μουνοκλάνι
Got a better definition? Add it!
Το ρέψιμο.
-Ήμασταν με τον Χρήστο στο εστιατόριο και πάτησε μια ρέψα και γίναμε ρεζίλι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σημαίνει ότι με πιάνει κόψιμο.
- Έφαγα χτες από μια καντίνα 3 σουβλάκια και το κρέας πρέπει να ήταν χαλασμένο. Με πήγε κωλιάτζα όλο το βράδυ!
Βλ. και αίμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση γηπέδου που συνοδεύει μια επιτυχημένη ντρίμπλα ενός μπαλαδόρου. Έχει βγει γιατί υποθετικά ο αμυντικός ζαλίζεται και φτάνει στα πρόθυρα του εμετού.
-Πω ρε μαλάκα... Είδες τι έκανε ο παίκτουρας; Μοίρασε σακούλες σε λέω!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο στη στρατιωτική αργκό της φράσης με πάει σπρέι. Κοινώς με πιάνει κόψιμο.
- Τι ήθελα και έφαγα χτές το φαγητό του νέου μάγειρα. Με πήγε αίμα όλο το βράδυ!
Πολλά μαζί: αίμα, αίμα και πανί (με πήγε), εκδίκηση του Μοντεζούμα, ήρθε ο κινέζος, κολιάντζα, κολούμπρα, κομφετί, με κυνηγάει ζαρκάδι, με πάει αίμα, με πάει ζάρι, με πάει μαρούλι, με πάει μίλκο, με πάει Πάτρα Καλαμάτα, με πάει σερπαντίνα, με παει τσιλιό, με πάει τσιμέντο, τσίρλα, τσιρλίντινγκ, πρωκτοζούμι, σουλγκάνι, σπρέι, τσαπαρτάπαρ, τσιρλιπιπί, τσιρλονέρι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified