Επιφώνημα. Χρησιμοποιείται μετά από παρατεταμένη, ακούσια και, τρόπον τινά, αιφνιδιαστική διάχυση σπαραξικάρδιου ήχου ερυγής, γουργουρίσματος ή βεβιασμένης εισπνοής που οφείλεται σε απότομη σύσπαση του διαφράγματος (λόξιγκας).

Συνοδεύεται από παιγνιώδες βλέμμα, που υπονοεί τη σύλληψη του «εν τω πράττεσθαι εγκλήματος» (in flagrante delicto) και χαμόγελο συνωμοτικής κατανόησης για το μάταιο της ύπαρξης.

Ρίκα: γκράου, χικ, μπρρρ...
Ρίκος: μότσκοτς!1

Λογοπαίγνιο με το μόσχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή γραφική φιγούρα της Θεσσαλονίκης, ενεργός τουλάχιστον απ' τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα ώς κουτσά-στραβά και σήμερα –άν και γι' αυτό δέν είμαι σίγουρος, ας μιλήσουν κι' οι αυτόπτες.

Ο Ρέψας, τουλάχιστον σαρανταφεύγα πια, είναι κουλουρτζής. Όταν δε δουλεύει, μπίχλας, περιφέρεται στο Κέντρο γέρνοντας δεξιά κι' αριστερά σαν εκκρεμές, ατσούμπαλος, σκυφτός και πάντ' αμίλητος, γυαλί-πατομπούκαλο και σαλιωμένη αξυρισιά, και βλέμμα που συνήθως φεύγει στο υπερπέραν αλλά καμιά φορά σε καρφώνει με σχεδόν κοροϊδία, συνηθίζει ν' ανεβαίνει στ' αστικά, να διπλαρώνει επιβάτες και να τους ταράζει στο ρέψιμο σε απόσταση ανάσας –μπάσο, πηγαίο, ασυναγώνιστο, κελαρυστό ρέψιμο– αποσπώντας αμηχανία, αηδία, νευρικό γέλιο, μέχρι και πρόωρη αποβίβαση ή και κλάμα από ευαίσθητες νεανίδες (όπως με πληροφορεί ο αλίβ σε πιμί). Άλλοτε πάλι, πιο σπάνια, τον βρίσκεις να στέκεται σε κεντρικές γωνιές και να μοιράζει βόθρους στους περαστικούς σα φοιτητής τα φέιγ βολάν.

Στη φιλολογία γύρω από τον Ρέψα, κεντρικά ερωτήματα είναι (α) είναι γεννημένο ταλέντο; και αν όχι, με τι διάολο εξάσκηση έφτασε να 'χει τέτοια τεχνική (γιατί όταν ο Ρέψας ρεύεται, ο Τσάκ Νόρις τα κλάνει) (β) πάσχει όντως από κάποιου είδους νοητική υστέρηση όπως δείχνει, ή κοροϊδεύει όλη την πόλη ψιλό γαζί, όντας κατά τ' άλλα απόλυτα ικανός για ντεμέκ φυσιολογική συμπεριφορά; κάποιοι ισχυρίζονται ότι έχουν μέχρι και συζητήσει μαζί του στο νορμάλ (αν και ποτέ δε μας είπαν περιτίνος), ενώ άλλοι εξηγούν ότι έχει φτυστό αδερφό που προκαλεί τη σύγχυση.

Ο Ρέψας λεν ότι προτιμά να διπλαρώνει κοριτσάκια (κι' εγώ αυτό προτιμάω εδώ που τα λέμε), ωστόσο θύματά του είναι εξίσου και άντρες, και θα 'λεγα μάλιστα οποιασδήποτε ηλικίας, απ' όσο τον θυμάμαι. Αρκετά συχνό επεισόδιο το θύμα να του απαντά στην ίδια γλώσσα, ώς και κάποιες φορές να μαζεύονται πιτσιρίκια και να του την πέφτουν ομαδικά με ρεψίματα κι' αυτοί –αλλά τί να κλάσουν, ο άνθρωπος είν' ασυναγώνιστος λέμε (χωρίς πλάκα). Τέλος, παλιότερα τουλάχιστον, θα του την έπεφταν πού και πού κι' οι νταήδες της πόλης να ξεσπάσουν, ελλείψει ακόμα αλβανών μεταναστών, και θα τριγυρνούσε μετά μελανιασμένος.

Να 'ναι καλά τελοσπάντων ο Ρέψας, απ' τους λίγους τρελούς παλιάς κοπής στην ερωτική συμβασιλεύουσα που ακόμη τριγυρνάνε, αν και αραιά πια, γιατί όπως είπε κι' ο Ακύλας Κουλοσάββας σε ανύποπτο χρόνο: «σκατά η Θεσσαλονίκη: της έχουν μείνει οι μισοί τρελοί, κι' απ' αυτούς οι περισσότεροι χαντζ-φρι». Ίσως βέβαια η καλή η κρίση αυτό να τ' ανατρέψει για καλά.

— Και καλά, όλο τον Αύγουστο εδώ την έβγαλες; Ούτε μιά Χαλκιδική δε πήγες;
— Τρ'λός εισαι; Η Σαλονίκη τον Αύγουστο είναι καύλα ρε, αγία αδειοσύνη. Νά 'ν' ο Ρέψας Ναβαρίνο και να τον ακούς στα Λαδάδικα...

(από vikar, 06/11/12)(από vikar, 06/11/12)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς σινεφίλ ορισμός του ρεψίματος. Όπου ο παραγωγός του ρεψίματος, αμέσως μετά το ρέψιμο που εκτελείται με κίνηση της κεφαλής δίκην βρυχηθμού λέοντος, αναφωνεί: ΜΕΤΡΟ-ΓΚΟΛΝΤΟΥΙΝ-ΜΑΓΕΡ!, το οποίον παραπέμπει και στις γνωστές εισαγωγές ταινιών της περί ου ο λόγος εταιρείας με σήμα το λιοντάρι που βρυχάται δις.

Ο ΡΕΨΑΣ: «Κρρρρρρρρ! Ξέρω και τις άλλες τρεις λέξεις! ΜΕΤΡΟ-ΓΚΟΛΝΤΟΥΙΝ-ΜΑΓΕΡ»
Και η ομήγυρις ανταπαντά: «Σκάστε ρε! αρχινάει ο ΡΑΪΑΝ!»

(για τον γερμανό μεταφραστή) (από Galadriel, 28/05/12)

Δες και λάιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ερώτηση είναι ρητορική (αν είναι δυνατόν!). Απευθύνεται στον πλησίον μας που προβαίνει σε εξαιρετικά σιχαμερές ενέργειες, πράξεις, εμφανέστατα, εντονότατα, απροκάλυπτα, δίπλα μας, χωρίς προσχήματα, προκλητικότατα, φωνακλάδικα, όπως:
ρέψιμο, κλάσιμο, φτέρνισμα, βήξιμο, φύσημα μύτης, εξόρυξη κακαδιών μύτης, ξεφλούδισμα πληγών, ρίψη ροχάλας σε μέγεθος ταλίρου κ.λπ. κ.λπ.

Στο συμμαθητή που αμολά τη πράσινη ροχάλα στο προαύλιο του σχολείου, λίγο πριν την πρωινή προσευχή:
-Καλά ρε πούστη μου, εδώ ήρθες να ψοφήσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόξυγγας με επακόλουθο ρέψιμο.

Αν και στην παγκόσμια βιβλιογραφία έχουν καταγραφεί περιπτώσεις όπου το ρέψιμο προηγείται του λόξυγγα, αυτή πάντως είναι η πλέον κοινή συμπεριφορά που παρατηρούμε στη φύση. Κι όταν λέμε στη φύση, εννοούμε (συνήθως) στα σπίτια των παππούδων και των γιαγιάδων μας, που, έχοντας ζήσει κατοχές και κακουχίες, εκτιμούν ίσως περισσότερο από όλους μας το φαγητό, τόσο πολύ που ώρες ώρες μπουκώνονται ασυστόλως, αγνοώντας τις υποδείξεις των ιατρών και των συγγενών για το ζάχαρο, την πίεση, και ό,τι άλλο έχουν ευχαρίστηση, με αποτέλεσμα, εκτός από τη σημαντική επιβάρυνση του οργανισμού τους, να παράγουν αυτό το πολυφωνικό είδος ρεψίματος, το οποίο μπορεί να επαναλαμβάνουν για ώρες.

Ο ρέψυγγας πάντως δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της τρίτης ηλικίας. Μπορεί εύκολα να παρατηρηθεί σε άτομα στα οποία τους έρχεται συχνά λόξυγγας, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις η χρονική περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται το φαινόμενο (γνωστό και ως διάρκεια ζωής του ρέψυγγα) είναι σημαντικά μικρότερη.

- Χικ-Μπουρμπ...Χικ-Μπουρμπ...
- Αμάν ρε γιαγιά με αυτόν το ρέψυγγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευήθης ερώτηση αστειάτορος, απευθυνόμενη σε κάποιον που μόλις ρεύτηκε, με σκοπό το πείραγμα του τελευταίου - ότι και καλά πάτησε βατραχάκι - και την πρόκληση χαχαλομπούχαλου.

Μοναδικός περιορισμός για τη χρήση του παρόντος, είναι το μικρής έντασης και διάρκειας ρέψιμο, ούτως ώστε ο ήχος που παράχθηκε να μοιάζει όντως με βατραχάκι που πατήθηκε.

Σε πιο δυνατά και μακρόσυτα ρεψίματα κολλάνε περισσότερο οι προσφωνήσεις «μόσχος!» και «βόθρος!» και το «βατραχάκι» καλό είναι να αποφεύγεται.

Συναντάται σε πολλές παραλλάγες όπως: «Ψυχή έχουν και τα βατραχάκια...», «σιγά... το βατραχάκι», «δε λυπάσαι το βατραχάκι;» και δεν συμμαζεύεται...

- Γκράουπ! Σόρυ..
- Μα καλά.. το βατραχάκι δεν το είδες;

τώρα εδώ, τι του λες... (από Jonas, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιορισμένης διάδοσης ευφυές λογοπαίγνιο, που συμπεριλαμβάνει όλα τα ηχητικά εφέ που συνοδεύουν καταληκτικές και καταλυτικές απαντήσεις εντός μιας αντρικής συζήτησης όπως το κλάσιμο και το ρέψιμο.

- Τί θα γίνει ρε παπάρα;; Θα σηκωθείς ποτέ να φύγουμε;; Αργήσαμε!!
- Δε γαμιέσαι ν' ασπρίσεις; Από τις 10 η ώρα θα πάμε μπουζούκια, με τις γιαγιάδες;;
- Τελείωνε!!!
- Πρρρρρρρρρρρρρρρρρτσσσσσσσςςςςςς!!!!! Τσίμπα και τη μουσική απόκρουση και παράτα με στην ησυχία μου, να καυλαντίσω με κανά μουνάκι στο φέης!!

Butthole Surfers φορέβα! (από MXΣ, 13/01/10)(από Jonas, 13/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιφώνηση σε αγενές ρέψιμο ή κλανιά κρότου-λάμψης. Λέγεται με ευγενική διάθεση και υποφώσκουσα ειρωνεία, με στόχο να κάνουμε τον «δράστη» να νιώσει άνετα. Υπάρχει και το εναλλακτικό «σαν στο σπίτι σου, ρε βόδι», που όμως δεν είναι τόσο ευγενικό και δείχνει επικριτική διάθεση ή ακόμη και μοχθηρία.

-[Γκράουουου (ρέψιμο)] Σόρι παιδιά.
-Δεν πειράζει, τη δροσιά του να 'χεις!

-[Μπρααααάτς! (κλανιά κρότου-λάμψης)]
-Στην υγειά σου αγόρι μου. Τη δροσιά της να 'χεις!

Τη δροσιά του να \'χεις! (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νάουσα Ημαθίας. Ντοπιολαλιά που σημαίνει ρεύομαι. Πιθανόν ηχομιμητικό από τον ήχο (γκρουγκ) που κάνει ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο. Το ρήμα έχει και μέση φωνή, εμφανιζόμενο ως «ρουγκαλνιέμαι», ενώ παράγωγα ουσιαστικά είναι τα
α. ρουγκάλνισμα, πληθυντικός ρουγκαλνίσματα ή / και
β. ρουγκαλνιά (κλίνεται όπως η κλανιά)

- Κοκακόλα παράγγειλες;
- Έσκασα στο φαΐ, και την πήρα να ρουγκαλνίσω λίγο, να ξαλαφρώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή που εκφέρεται απαραιτήτως σε εντόνως ειρωνικούς τόνους στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

  1. Όταν κάποιος χρονοτριβεί να αποφανθεί επί τινός ζητήματος και κωλυσιεργεί, κοινώς μας έχει γκαστρώσει. Επί παραδείγματι, είμεθα σε καφετέρια, η σερβιτόρα έχει ρωτήσει τι θα πάρουμε και περιμένει απάντηση, ενώ ο δικός μας περί άλλα τυρβάζει, κοινώς το χαβά του. Η σερβιτόρα, που εξακολουθεί να στέκεται από πάνω μας σα χριστουγεννιάτικο δέντρο χωρίς τις μπάλες (ή και με μπάλες, ο νοών νοείτω, χε χε) αρχίζει να τα παίρνει. Τότε ακριβώς σκάει η ατάκα: πες τα ρε νταλάρα! Σε πιο λάιτ εκδοχή παίζει και το «πέστα χρυσόστομε». Στόχος να εξέλθει ο αποδέκτης της εν λόγω ατάκας εκ της νιρβάνας του και να τσουλήσει το θέμα.

  2. Μετά απο μεγαλοπρεπές ρέψιμο (μπερπ) το «πες τα ρε νταλάρα!» έρχεται εν είδει επιβράβευσης από την παρέα στο περήφανο μοσχαράκι, που καμαρώνει για την παλιμπαιδιστική συμπεριφορά του. Σε πιο εξτρίμ καταστάσεις, ενδεχομένως να παίζει και μετά από ηχηρό κλανίδι (δε μου έχει τύχει).

Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, κοινό υπόβαθρο και προϋπόθεση για την ατάκα είναι η παγκοίνως εμπεδωμένη στη συνείδηση του λαού μας ότι ο νταλάρας πάντα «βγαίνει και τα λέει». Δε θα επεκταθώ σχετικά, και σας παραπέμπω στα επίλοιπα νταλαροειδή λήμματα.

Κι άλλο;

Ο διευθύνων το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοοικονομικής (IIF) Charles Dallara. (από Khan, 25/07/11)(από earendil_ath, 12/08/12)

Δες λοιπόν και νταλάρας, δε(ν) μας χέζεις ρε Νταλάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified