Το τσιγάρο που περιέχει χασίσι (βλ. και γάρο)
Χοντρά γυαλιά μυωπίας –τόσο χοντρά, όσο και οι πάτοι μπουκαλιών (π.χ. μπύρας).
Όχι χρυσό μου, το (γυαλί-) πατομπούκαλο δεν είναι της μόδας.
Got a better definition? Add it!
Κοινώς ο λογαριασμός / το κόστος.
(palavomares.blogspot.com)
Και τότε σκάει η λυπητερή. Τα παγωτά κοστίζουν 400δρχ. έκαστο...
(www.goalnet.gr)
...δεν ξέρουμε τι έκανε όταν άκουσε πριν από λίγο τη λυπητερή: Πρόστιμο 250.000 δολάρια για...
Δες και βασίλης.
Got a better definition? Add it!
Το παπούτσι.
Κοίτα πατούμενο που αγόρασε ο δικός σου, λες και θα πάει για γαμπρός.
Got a better definition? Add it!
Το χρήμα, τα λεφτά.
-Αφού το βλέπεις, φαίνεται καθαρά, όλα για το χαρτί τα κάνει!
-Ε και τι περίμενες, να το κάνει για την ψυχή της μάνας του; Λες και δεν τον ξέρεις.
Got a better definition? Add it!
Το προφυλακτικό.
Ρε Γρηγόρη, σου βρίσκονται τίποτα καπότες ή πάλι με την κάλτσα θα την βγάλω;
(www.bourdela.com) Χώρια που η Βέσυ έχει και κάποιο αφροδίσιο που ελπίζω να μη κόλλησα απο πίπα χωρίς καπότα.
(«Επώνυμη») Όταν βγάζουν την σκατωμένη καπότα από το κωλόμουνο μου...
Got a better definition? Add it!
Το χρήμα. Τα λεφτά.
- Πήγα σήμερα κι επισκεύασα ένα ψυγείο στο σπίτι του πελάτη.
- Ο «μαϊντανός» έπεσε;
- Αν δεν έπεφτε, τι διάολο κάνουμε!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται απο τον ιδιοκτήτη του fast food Gantas στο Βόλο.
Hamburger κομπλέ στο οποίο περιέχονται τα εξής υλικά: μπιφτέκι με νωπό κιμά δικό μου που τον φτιάχνω εγώ εδω, κασέρι, μπέικον, πατάτούλες χειροποίητες και σαλατούλα τις αρεσκεία σας. Τραχανάς κομπλέ χειροποίητος με κρητικές μπουκιές, φέτα και λουκάνικο.
Got a better definition? Add it!
Η μπύρα, αλλά στα πολύ μάγκικα. Από το μπύρα + ηρωίνη.
- Τι λες, πάμε να πιούμε καμιά μπυρωίνη; - Μίλα κανονικά ρε ηλίθιε να συνεννοηθούμε!
Βλέπε και κρασίς. Παρόμοιες λεξιπλασίες: εμπυρία, Μπιρλανδία, μπυρασφάλεια, μπύρινγκ, μπυρίτσουαλς, μπυρουέτες, όπου φτωχός κι η μπύρα του.
Got a better definition? Add it!
Ο ένθερμος -κι επί του πρακτέου- υποστηρικτής του «ό,τι κινείται πηδιέται». Αυτός που διατηρεί πολύ χαμηλά, αν διατηρεί, στάνταρντς ως προς τις επιλογές του για το αντίθετο φύλο. Ο σαβουρογάμης.
(Sexpyr - Sexpyrience - Σάββας)
Όποια γυναίκα δει
της την πέφτει στη στιγμή
όπως να 'ναι του κάνει
του Σάββα Ουρογάμη
Ασχημόφιλοι: δρακογάμης, μπαζογαμιάς, μπαζογλείφτης, μπαζοκίλερ, μπαζοκράτωρ, μπαζοφονιάς, σάββας, Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, σαβουρογαμιάς, σαβουρογαμόσαυρος, σαβουρομπήχτης
Got a better definition? Add it!