Αυτός που αντέχει σε δύσκολες συνθήκες ή την κακομεταχείριση ή χωρίς φροντίδα / συντήρηση ή όλα μαζί.
Αυτός που αντέχει σε δύσκολες συνθήκες ή την κακομεταχείριση ή χωρίς φροντίδα / συντήρηση ή όλα μαζί.
Got a better definition? Add it!
Κάποιος ή κάτι που είναι για πέταμα, άχρηστο ή άσχημο.
- Πήγα και πήρα αυτή την οθόνη που είχα βρει στην αγγελία και είναι για τα μπάζα, μια θολούρα βλέπεις μόνο! - Ε τι περίμενες με 50ευρώ που έδωσες;!;
Got a better definition? Add it!
Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.
- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.
Got a better definition? Add it!
Τελικά. (μικρή παραλλαγή: ντιπ-για-απο-ντιπ.)
- Είσαι ντιπ-για-απο-ντιπ κουδούνας ή μαλάκας;
Got a better definition? Add it!
Ο μάγκικος, ο μουράτος, ο φινετσάτος.
-Είδες αμάξι που πήρα; Τσίλικο, ε;
Got a better definition? Add it!
μτφ. κάνε τηλέφωνο (ρίξε σύρμα)
μτφ. γαμάτο τοπίο, γαμάτη θέα
Κοίτα μέρος! πολύ σύρμα!
- Πώς ήταν το μέρος που πήγατε για μπάνιο; - Σύρμα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου
Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος
- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...
- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το φρέσκο, το νέο αίμα, το καινούργιο.
- Με τη Μαρία, πώς πάει, όλα καλά;
- Ποια Μαρία, πάει αυτή... Βγαίνω με ένα 20χρονο ξανθό, φρεσκαδούρα σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Όρος που χρησιμοποείται όταν είμαστε οργισμένοι. Σα να λέμε μαλάκας, κττ.
Όμως λέγεται και όταν είμαστε σε καλή διάθεση, όπως στην περίπτωση που η λέξη αντικαταστάθηκε από το περίφημο «τιμημένο» και έτσι μπόρεσαν όλοι να πουν τη λέξη άφοβα... (βλ. παράδειγμα 3)
- Είδες;
- Ναι, τον γαμημένο, τά 'χω πάρει άσχημα τώρα.
Το γαμημένο, δεν ανοίγει με τίποτα.
(εν χορώ) Σήκωσέ το, το τιμημένο!
Παθητική μετοχή του γαμιέμαι. Δες και ναι το γαμημένο.
Got a better definition? Add it!
Κάτι είναι μούφα όταν είναι ψεύτικο ή φτιαχτό ή δεν είναι καλό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified