Τα strobe lights και γενικότερα τα έντονα φώτα που αναβοσβήνουν γρήγορα.

«Σταμάτα ρε να ανοιγοκλείνεις τα φώτα λες και είναι στρομπόλια!»

Strobe light, γνωστό και ως «στρομπόλι»

Got a better definition? Add it!

Published

Το σπέρμα. Εκ του: πέος + τζους (juice= χυμός)

- Λες να τα πίνει η Γεωργία;
- Αυτή; Τρελαίνεται για πεοτζούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ.

- Ο Πέτρος πού είναι; Άργησε.
- Ε δεν τον ξέρεις; Θα σπρώχνει καμιά γκόμενα πάλι.

Nymphomaniac (από Khan, 03/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ κοντή γυναίκα.

- Ποια είναι η τάπα δίπλα στη Χριστίνα παίδες;
- Πού ρε;
- Δε φαίνεται από δω. Είναι ένα κι ένα milko.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καμένος, αυτός που έχει καταστραφεί από τις καταχρήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγος, ξενύχτια, κτλ)

- Πήρε τηλέφωνο ο Σταύρος 5 φορές όσο έλειπες.
- Τίποτα δανεικά θα θέλει πάλι ο Κατεστραμμενίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου

Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος

- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...

- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποψίλωση με τσάπες. Μαζί με το γόπινγκ αποτελούν τις δύο πιο διάσημες αγγαρείες του στρατού σε περίπτωση επιθεώρησης του στρατοπέδου.

- Άσε, δεν την παλεύω. Μας έβαλε χτες ο διοικητής να κάνουμε τσάπινγκ 4 ώρες μες στο λιοπύρι. Μου κόπηκαν τα χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαύρα ή σαυρί: Το εξαιρετικά χαμηλωμένο αυτοκίνητο, αυτό που «σέρνεται» στην άσφαλτο όπως η σαύρα.

- Πήγα κι άλλαξα ελατήρια και λάστιχα στο 106. Πρέπει να'ρθεις να το δεις. Σαυρί το 'κανα.

Βλ. και σαυρίδι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βλάκας, ο ανίκανος, ο γκασμάς, γενικά το άτομο μειωμένης αντίληψης/νοημοσύνης/ικανότητας.

Η έκφραση έχει προκύψει από τις κατηγορίες σωματικής ικανότητας (ΣΙ) των Ενόπλων Δυνάμεων, που χρησιμοποιούν το γράμμα Ι (γιώτα) ακολουθούμενο από έναν αριθμό από το 1 ως το 5.

Καλά ρε γιωτά, αντί για ζάχαρη έριξες αλάτι στο φραπέ;

Δες και γιωτιλίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο αγαπημένη λέξη όσων υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις, αφού δηλώνει απόλυση από το στράτευμα.

Η συνηθισμένη σύνταξη είναι: [αριθμός σειράς] λελέ, π.χ. 293 λελέ, όμως υπάρχουν πάρα πολλές παραλλαγές (βλ. παράδειγμα)

- Απολελέ και τρελελέ (απολύομαι και τρελαίνομαι)
- Ακούω λελεδόνια
- Ακούω λελοτουρμπίνες (δηλ. έρχεται το αεροπλάνο που θα με γυρίσει πίσω για την απόλυση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified