SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: σύνθεση
  • τεμπελιά
  • τοπικός ιδιωματισμός

Further tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • κώλος
  • ΠΕΡΙΟΧΗ: Αιγαίο
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: αποδοκιμασία
  • χαρακτηρισμός προσώπου
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

κωλογιούρης

Αυτός που κάνει αργά μια δουλειά, ο χασομέρης, στην ποικιλία της Σαλαμίνας.

Είναι ντιπ άχρηστος και κωλογιούρης.

Got a better definition? Add it!

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: σύνθεση
  • κώλος
  • ΠΕΡΙΟΧΗ: Αιγαίο
  • τεμπελιά
  • τοπικός ιδιωματισμός
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: αποδοκιμασία
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Published 2024-04-01 08:13:57+00:00

Khan

Khan

  • 2296
  • 7234
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.