Και τώρα προσδεθείτε στις θέσεις σας για ένα σεμνό και ταπεινό απάνθισμα ονομασιών του πέοντα και των καλαμπαλικίων στις νεοελληνικές ντοπιολαλιές.
- βάσανο, λόγω απαγορεύσεων και κακουχιών που επιτρέπουν στον πέοντα να εκτονώνεται σπανίως%
 - βίλλα (Κύπρος). Οι μορφές βιλλίν και βίλλος παίζουν από τον μεσαίωνα.%
 - γκαφλί (Κοζάνη)%
 - δαυλί (Αρκαδία)%
 - κακαλιά, το δέντρο%
 - καραμπίνα. Τα όπλα είχαν την τιμητική τους και στην αρχαιότητα (πιχί σαυνίον, δόρυ)%
 - κολόκα, η κολοκύθα%
 - κομπαρούλα, κόμπος (Θήρα)%
 - κουκούνα (Εύβοια)%
 - κουμπούρα (Σπάρτη)%
 - κρεμαντέλια, ο πέοντας και οι όρχεις μαζί επειδή κρέμονται (Ανατολική Ρούμελη)%
 - λάλα, η κάμπια, το πέος μικρού παιδιού. Βλ. και Λαλιώτης.%
 - ματζαφλάρι, το κρεμαστάρι (Βιθυνία)%
 - μασουράκι, μικρό μασούρι, το πέος μικρού παιδιού (Στερεά Ελλάδα)%
 - μέντζος, σκύλος (Μακεδονία). Η λέξη κύων χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων.%
 - μονόματος (Τριχωνία). Αγγλιστί: one-eyed trouser snake.%
 - μπίλι, αιχμηρό κομμάτι ξύλου (Πελοπόννησος). Και στην αρχαιότητα έπαιζαν τα ορθίας (κατάρτι πλοίου), πάτταλος (πάσσαλος).%
 - μπιτχάς (Γιάννενα)%
 - μπουρνιδόρος, μπουρνί, πήλινο δοχείο (Ιθάκη)%
 - μπουτσαρίκα (Μακεδονία). Βλ. και το ηρωικό θα μου κλάσετε τον μπούτσον.%
 - μπράνα, είδος ποταμίσιου ψαριού (Ήπειρος)%
 - παλιατζίκος. Για τους ταλαίπωρους πέοντες%
 - παντέρημος. Βλ. αντίστοιχο«ρημαδιακό» για το αμνί.%
 - παύλος (Σφακιά)%
 - πόντσος (Μάνη)%
 - πουτσάκι (Κέρκυρα), πουτσάκλα (Τριχωνίδα), πουτσάρα, πουτσαράκι (Πελοπόννησος), πουτσαρέλα (Κέρκυρα), πούτσαρος (Πελοπόννησος), πουτσί, πουτσίδι (Θεσσαλονίκη, Στερεά Ελλάδα)%
 - πυρόβολος (Θεσσαλονίκη)%
 - ράι, η ουρά (Ικαρία)%
 - ρόζος (Κρήτ.) Χρησιμοποιείται και για το αιδοίον.%
 - σερμαγιαλής, αρχικά σημαίνει κεφαλαιούχος. Ο πουτσαράς (Ν.Α. Αιγαίο)%
 - σινακλίκια, ζώνη οπλισμού (Κύπρος)%
 - σπαθί, το πέος τράγου (Πελοπόννησος)%
 - συδριβίδι (Δ. Κρήτη)%
 - σύνεργο (Θεσσαλονίκη, Πήλιο) Βλ. δημώδες «Γιατρέ που σ' αρέσουν τα κορίτσια, πιάσε τα σύνεργα τα μούνεργα και πάρε μου την πούτσα και χώσ' τηνα στον κώλο σου να κάνει πλάτσα-πλούτσα».%
 - τζένιο (Κρήτη)%
 - τομπρούκι, μεγάλος κορμός δέντρου (Στερεά Ελλάδα) τουφέκι (Εύβοια)%
 - τριλέτρι (Μεγίστ.) (κυριολεκτικά = τριπλό άροτρο)%
 - τσακμάκι (Θεσσαλονίκη). Otusbir çekmek («τα 31 τσακμακώματα») αποκαλείται η μαλακία στην φίλη γείτονα.%
 - τσουτσούνα (Κύπρος και αλλού)%
 - ύπουργα, αρχίδια και πούτσος μαζί (Λευκάδα)%
 - χαλάτι, το παλαμάρι (Ήπειρος)%
 - χαρχαγκέλια, οι κρεμάμενοι πέων και όρχεις (Σέρρες)%
 - χρειασικό, αγροτικό εργαλείο (Μακεδονία)
 
- αβγά. Βλ. και την άλλη αυγών%
 - αμάλαγα, αυτά που δεν πρέπει κανείς να αγγίζει%
 - αμαρτωλά. Βλ. άσμα «Σου δίνω πίσω σου δίνω πίσω το μήλο μου δάνεισες δώσε μου πίσω δώσε μου πίσω το πλευρό μου και ξοφλάμε».%
 - αμελέτητα%
 - αμίλητα. Η σιωπή των αχ-αμνών.%
 - αχαμνά%
 - αποκατινά%
 - βαριδάκια, βαρίδια%
 - βόλια (Χίος) Βλ. και καλό βόλι, βωλαράκια (Κρήτη)%
 - γείτονες. Χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνωνε, όπως και το παραστάται.%
 - δέκαρα%
 - δεκαράκια (Πελοπόννησος)%
 - ζουβάχια (Κρήτη)%
 - καρύδια%
 - κοκόβια (Χίος)%
 - κούρκουτα (Κρήτη)%
 - λυμπά (Κύπρος)%
 - μπάλες%
 - μπομπόλια (Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη)%
 - τέτοια (Μάνη, Κρήτη)%
 - τρυφερά, τρυφερούλια%
 - φαμελιά (Κοζάνη)%
 - ψαχνά
 
Πηγές: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012), το σλανγκρρρ και το νέτι.
