Η φράση αυτή χρησιμοποιείται κατά κόρον όταν συναντιέσαι με ανάποδη φορά με κάποιο γκομενάκι που αξίζει την αμέριστη προσοχή σου για τα δευτερόλεπτα που μπορείς να τη δεις.

Τείνει να χρησιμοποιείται και με ένα ερωτηματικό στο τέλος καθώς και με το ωμέγα (του «πωπωω» αλλά και του «φιλιώ») με έντονη διάρκεια π.χ. πωπωωωωω... Φιλιώωω μου !!;!

Η φράση είναι παρμένη από, τον θεϊκό σε τέτοια ζητήματα, Βλάση Μπονάτσο και συγκεκριμένα από το επεισόδιο, όπου το γκομενάκι που γούσταρε ήταν (προφανώς) η Φιλιώ...

Είσαι στο cabrio με ένα φίλο σου και ένα μωρό περιμένει στη στάση του λεωφορείου (δεν μπορείς να της πεις να την παρεις γτ το αυτοκίνητο είναι διθέσιο). Κόβεις λίγο και λες ενθουσιασμένος χωρίς όμως να φωνάζεις σα μινάρας: «πωωωπωωω.. φιλιώ μου...!!!) Αφού περάσεις το γκομενάκι κοιτάς τον φίλο σου και λες: «πολύ καλό το φιλιώ...».

Παραλλαγή: φίλοι βρίσκονται για πρώτη φορά σε κοινή παρέα όπου παίζει ένα γκομενάκι, καλό μεν αλλά, όχι και απίστευτο... Γυρνάς και ήρεμα λες στο φιλαράκι σου: «εν κακό το φιλιώ... πωπωωω... » («δεν είναι κακό το μωρό» σε ελεύθερη μετάφραση).

;-)

Οι Απαράδεκτοι. Στο 16:00. (από patsis, 04/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified