Θεωρητικά η Clan είναι μια ομάδα ατόμων που ενώνονται με πραγματική ή υποτιθέμενη συγγένεια και καταγωγή. Ακόμα και αν τα μέλη δε γνωρίζονται μεταξύ τους, εντούτοις μπορούν να οργανωθούν γύρω από ένα ιδρυτικό μέλος ή έναν πολύ παλιό πρόγονό τους. Η οποιαδήποτε συγγένεια ενδέχεται να έχει ακόμα και συμβολικό χαρακτήρα. Η λέξη προέρχεται από το «Clann» που σημαίνει «οικογένεια» στην ιρλανδική και τη σκωτσέζικη διάλεκτο.

Πρακτικά ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα για μια ομάδα παικτών σε κάποιο video game.

- Θα με πάρεις στην Clan σου; Παίζω Lineage τρεις μήνες.
- Δε δεχόμαστε νουμπάδες.

(από HardcoreGR, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Το ταμτιριρί της μάνας σου», στην αρουμάνικη σλανγκ.

Ένας πιο εύσχημος τρόπος να βρίσεις σκαιότατα κάποιον και να εκτονωθείς, χωρίς να γίνεις αντιληπτός, π.χ. εάν ο συνομιλητής είναι γκρέκος, αρβανίτης για αούτος.

Εάν έπεσες βέβαια σε αρμάνο, τον ήπιες.

  1. (περίπτωση αστειάτορα)
    - Ρizza li mana έχετε;
    - Εχμ, ό,τι έχει ο κατάλογος, ζαμπόν-τυρί, απ΄όλα...
    - (χοχοχο)

  2. (Περίπτωση τσαντίλας)
    - Θα μας φέρετε και μία βεβαίωση ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας...
    - Καλά, χθες που σας πήρα τηλέφωνο, γιατί δεν μου το είπατε;
    - Μα δεν μιλήσατε μαζί μου, μήπως σας εξυπηρέτησε ο κ. Σκορδομπούτσογλου;
    - Αέι pizza li mana και σεις τώρα…
    - Πώς είπατε;
    - Τίποτε, τίποτε, κάτι άλλο θα χρειαστώ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλεοπτικό R-Rated - motherfucker.

- 3, 2 ,1 on air.
- You crazy motherbeeper!!

...το σκέφτηκαν ήδη! (από Vrastaman, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified