Λέξη, χρησιμοποιούμενη πάντα σε πληθυντικό αριθμό την καλοκαιρινή περίοδο, η οποία και επισήμως ξεκινά από τότε που το Star Channel αρχιζει να δειχνει ρεπορταζ για κώλους. Χαρακτηρίζει γυναίκες, ξαπλωμένες μπρούμυτα οι οποίες αφού αλείψουν με δυο μπουκάλια Carotten τους ποπούς τους λιάζονται στο πιο κεντρικό σημείο της παραλίας. Αποτέλεσμα της δραστηριότητας αυτής είναι να προκαλούνται μικροατυχήματα μεταξύ των θαμώνων της ακτής: άλλοι τραυματίζονται από μπαλάκι ρακετίστα που έχασε την αυτοσυγκέντρωσή του, άλλοι δέχονται επιθέσεις από πετρούλες των οποίων αρχικός προορισμός είναι τα λαδόκωλα, ενώ μέρικοι παθαίνουν μικροεγκαύματα από την καυτή αμμο λόγω της πολύλεπτης παραμονής τους χωρίς παντόφλες, σε κοντινή απόσταση από τον «στόχο», κάτω από τον ήλιο. Πληροφορίες αναφέρουν πως τα λαδόκωλα αποτελούν μέτρο του υπουργείου τουρισμού ώστε να απασχολούνται οι ναυαγοσώστες που κατά τα άλλα δεν κανουν τίποτα και να γεμίζουν οι ιδιωτικές πλάζ. Οι ίδιες πληροφορίες επιβεβαιώνουν πως το μέτρο αυτό δεν προτάθηκε από παρατηρητές της ηλιοθεραπείας της πρώην υπουργού τουρισμού, κ.κ. Φάνης-Πάλης Πετραλιάς.

- Ρε Μπάμπη φέρε και σε μένα να διαβάσω τη μέτροσπορτ, θέλω και εγώ να μάθω για τον Μπαλχιλα Αμαντιντσισβίλι, το μαραντόνα του Ουζμπεκιστάν που θα φέρει ο πρόεδρος.
- Ρε δε κοιτας τα λαδόκωλα καλύτερα, έχω ακόμα να ρίξω μια ματιά στο ρεπορτάζ του Ανδρούτσου Γραβιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυμνασμένος, συνήθως αντιπαθής άνδρας που αρέσκεται να επιδυκνείει τα μούσκουλά του σε νεαρές κορασίδες στις παραλίες το καλοκαίρι.

Η λέξη προέρχεται απο τις δημοφιλείς ρακέτες, κατεξοχήν σπορ των ατόμων αυτών στην παραλία.

Τσέκαρε πώς κορδώνεται ο μπρατσορακέτας για να τον δει η γκόμενα!

Βλ. και σφίχτερμαν, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διάφορα καμουφλάζ που κάνεις για να βγεις στην πλαζ χωρίς να φανεί πόσο χοντρός είσαι, όπως τεράστια πουκάμισα που κρύβουν τη μπάκα, παρεό κτλ.

Ντάξει να πάμε στην παραλία, αλλά να ετοιμάσω το καμουπλάζ μου πρώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.

Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.

-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified