Ένεκα που η ανάπτυξη της τεχνολογίας έθεσε τέλος σε πολλά πράγματα και καταστάσεις, έτσι και η έλευση του βίντεο αρχικά και των ντιβιντί αργότερα, καθώς και η ραγδαία πώληση πορνοταινιών στα περίπτερα (έναντι του κλασικού καλυμμένου χώρου των βίντεοκλαμπ) οδήγησε τα παραδοσιακά τσοντάδικα του ορισμού σε παρακμή, αλλά δημιούργησε την εξής διεύρυνση του όρου: Αντί για τους παραδοσιακούς κινηματογράφους πορνοταινιών, τσοντάδικα πλέον αποκαλούνται τα εξειδικευμένα βίντεοκλαμπ που πουλάνε (πλέον και ενοικιάζουν όπως και τα παραδοσιακά βιντεοκλάμπ) πορνοταινίες, ήτοι τσόντες, για όλα τα γούστα και διαθέσεις.

Η τωρινή έννοια του τσοντάδικου δεν κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στο κατάστημα με σταθερή έδρα και σε αυτό που δραστηριοποιείται εμπορικά μέσω του διαδικτύου. Και τα δύο είναι εξίσου τσοντάδικα, εφόσον η πραμάτεια τους αφορά προϊόντα του συγκεκριμένου κλάδου. Επίσης, δεν έχει σημασία αν τα ίδια τα καταστήματα αυτοπροσδιόριζονται ως sex shop, καθότι το μεγαλύτερο μέρος των εμπορευμάτων τους αφορά ταινιακό υλικό (στην Ελλάδα πάντα, στο εξωτερικό δεν είναι ο κανόνας -για την ακρίβεια, εκεί συχνά υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των καταστημάτων που πωλούν ερωτικά αξεσουάρ και εξαρτήματα, και αυτών που δραστηριοποιούνται στις ταινίες και το έντυπο υλικό), άρα στην συνείδηση του ευρύ κοινού παραμένουν τσοντάδικα.

Ενίοτε δε, τσοντάδικα αποκαλούνται και απλά οι ιστοσελίδες πορνογραφικού ή αισθησιακού περιεχομένου, δείγμα της συγχρονίας του όρου με τις τωρινές εξελίξεις.

Βλ.επίσης τσόντα.

  1. Εμ δεν έχω forum για blogs, τσοντάδικο έχω. Πώς αλλιώς να εξηγήσω τον τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων που έρχονται στο forum για το μοναδικό ουσιαστικά blog που υπάρχει με θέμα το sex;

Το τελευταίο διάστημα 9 από τα 10 top keywords που έψαχνε ο κόσμος ήταν σχετικά με sex. Το δέκατο είχε σχέση με χρήματα.

Αξιοσημείωτη όμως είναι η πρώτη τριάδα που έχει ως εξής:

  1. ερωτικες ιστοριες
  2. ερωτικεσ ιστοριεσ
  3. ερωτικές ιστορίες

Για να είναι περισσότερο ολοκληρωμένη η φράση, να προσθέσω ότι το keyword “ερωτικές ιστοριες” καταλάμβανε την έβδομη θέση, ενώ το keyword “ερωτικες ιστορίες” την δέκατη.

Όπως παρατηρούμε λοιπόν, η αναζήτηση της φράσης με σωστή ορθογραφία πήρε την τρίτη θέση, ενώ η ίδια φράση χωρίς τόνους είχε τον τριπλάσιο αριθμό ατόμων.

Τι είπαμε πως ψάχνουν οι Έλληνες στο internet; (Από εδώ)

  1. Απ' το μεσημέρι ψάχνω τη Visa μου.
    Ήμαρτον. Και θέλω να πληρώσω τη συνδρομή στο τσοντάδικο. (Εκεί)

  2. Το Τσοντάδικο κανονικά τον λένε βιντεο κλαμπ Έβδομη Τέχνη. Αλλά επειδή, εκτός από μερικά μπιμούβια για ξεκάρφωμα βασικά έχει τσόντες το λέμε έτσι. Μιλάμε για πολύ τσόντα. Ό,τι ανωμαλία θες ο Ίγκι το 'χει ή θα σ' το βρει. Που κανονικά δεν τον λένε Ίγκι άλλα Μπίλι αλλά επείδη είναι σαν τον Ίγκι Ποπ στα νιάτα του τον λέμε έτσι. Εκεί που λες μαζέυονται διάφοροι μαλάκες να δουν τι καινουριο παίζει στο χώρο του πορνό κι άμα είσαι καλός πελάτης ο Ίγκι ξηγιέται ουισκάκι. Άρχιδια μέρος για να πάω αλλά μόνο εκεί μπορούσα να πιω κάτι τζάμπα. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιακή λέξη για το εμπορικό κατάστημα όπου ο πραματευτής πουλάει την πραμάτεια του ή για όχημα που επιτελεί την ίδια λειτουργία.

  1. Όλη μέρα πια ο φτωχός, εσυλλογιόνταν τι να κάνει τόσα γρόσια. Τα φέρνει από δω, τα φέρνει από κει: "Ν' ανοίξω πραµατευτάδικο; να τα βάλω τόκο; να πάρω. αµπελοχώραφα;" (Εδώ). 2.Ιδιοκτήτης και/ή οδηγός αμαξιού. Είναι ένα από τα παλαιά επαγγέλματα που στην Κύπρο έχουν οριστικά εγκαταλειφθεί, εκτοπισμένα από τα σύγχρονα μηχανικά μέσα. Ο αμαξάρης, που συνηθέστερα ήταν και ο ιδιοκτήτης τόσο του αμαξιού όσο και των ζώων που το έσερναν, έκανε πολλές εργασίες: Μετέφερε κάθε είδους εμπορεύματα έναντι αμοιβής, ενώ χρησιμοποιούσε το αμάξι του και για ειδικές μεταφορές υλικών και αντικειμένων όταν και όπου του το ζητούσαν. Για παράδειγμα, μετέφερε οικοδομικά υλικά, νερό, δεμάτια, κόπρια στα χωράφια για λίπασμα, καθώς και κάθε είδους προϊόντα στις αγορές των πόλεων. Ακόμη ο αμαξάρης ήταν δυνατό να μετατρέπει το αμάξι του σε πραματευτάδικο και να γυρίζει μ' αυτό τα χωριά. Μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα μπορούσε κανένας να συναντήσει στην Κύπρο αμαξάρηδες που μετέφεραν προϊόντα και υλικά. Μεταξύ των τελευταίων περιλαμβάνονταν άμμος και χαλίκια από παραλίες και ποταμούς, που οι ίδιοι τα φόρτωναν στα αμάξια τους και τα μετέφεραν για οικοδομικούς σκοπούς. Οι αμαξάρηδες -αγωγιάτες όργωναν στα παλιά χρόνια ολόκληρη την Κύπρο και διανυκτέρευαν σε χάνια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published