Further tags

Χαρακτηριστικό σλόγκαν - μιμήδιο από διαφήμιση του απορρυπαντικού Jet στα σέβεντιζ. Στη διαφήμιση ο εκφωνητής υποστήριζε πως το συγκεκριμένο απορρυπαντικό, διέφερε από τα άλλα διότι ήταν το μοναδικό ''με μπλε και πράσινους κόκκους'', κάτι που από ότι φαίνεται πρόδιδε ότι το Jet ήταν πιο αποτελεσματικό στους λεκέδες από τα άλλα, κοινά απορρυπαντικά τα οποία είχαν λευκούς, άχρωμους κόκκους. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε καμιά απολύτως διαφορά των ''άσπρων'' από των ''έγχρωμων'' κόκκων διότι έκαναν ακριβώς την ίδια δουλειά.

Σαν έκφραση χρησιμοποιείται για να δώσει μια παραπάνω αξία, ένα ξεχωριστό πλεονέκτημα σε κάτι/κάποιον, που στην πραγματικότητα δεν διαθέτει και εν τέλει απλώς δεν διαφέρει σε τίποτα με τους υπόλοιπους.

- Και για πες, τι διαφορά έχει αυτή η μπλούζα η καινούρια με αυτό το κουρέλι που κρατάς? - Ρε μάνα, μην την κάνεις ξεσκονόπανο! Αφού βλέπεις ότι έχει τεράστια διαφορά με την άλλη, έχει μπλε και πράσινους κόκκους! - Τι λες ρε βλαμμένο, φέρτη τώρα να κάνω τα τζάμια και άσε τις εξυπνάδες! - Ρε αφού στο είπα, το αμάξι αυτό είναι ακριβώς ίδιο με το άλλο που είδαμε. Μόνο η μάρκα αλλάζει! Όποιο και να πάρεις το ίδιο είναι! - Ρε συ, βγάζει μάτι από μακριά, αυτό έχει μπλε και πράσινους κόκκους, δε το βλέπεις?

Για ρούχα πράγματι αστραφτερά! (από kon011, 16/11/25) Δεν στοιχίζει παραπάνω, δεν περιγράφω άλλο! (από kon011, 16/11/25)

Got a better definition? Add it!

Published

Αξέχαστο σλόγκαν από διαφημίσεις για τα σουπερμάρκετ Prisunic Μαρινόπουλος (ή πιμί) τη δεκαετία του '70 και του '80. Στη διαφήμιση χρησιμοποιούνταν για να εξηγήσει στους καταναλωτές ότι αν σέβονται την δραχμή τους και δεν θέλουν να ξοδέψουν παραπάνω σε κάποια άλλη αλυσίδα για τα ίδια είδη (για να μαζέψουν περιουσία σαν τον θείο Σκρουτζ δηλαδή) να ψωνίζουν μόνο εκεί για να αγοράζουν σε φθηνότερες από αλλού τιμές και να τους μένουν και στην τσέπη.

Ως έκφραση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μούφα παρακάλι (κάτι σαν το ''λυπήσου τα πεθαμένα σου'') ή ηλίθια δικαιολογία για να πείσει κάποιος κάποιον άλλο για να κάνει κάτι (κάτι σαν το ''για τη φουκαριάρα τη μάνα μου'')

- Σου είπα ρε, δεν ξαναμιλάω στο Μαράκι για σένα, δεν βγάζω πάλι εγώ το φίδι απ' την τρύπα! - Σε παρακαλώ ρε Γιώργο, ωραία, μην το κάνεις για μένα, αλλά κάντο αν αγαπάς τη δραχμή σου! - Τι λέει ρε το ούφο!

Πιο φθηνά, πιο φθηνά, ΠΙΟ ΦΘΗΝΑ... (από kon011, 9/11/25) ...αν αγαπάτε τη δραχμή σας. (από kon011, 9/11/25)

Got a better definition? Add it!

Published

Το κατάστημα που πουλάει δίσκους μουσικής.

Μοναξιά, λοιπόν. Η μοναξιά του να διαφέρεις – απόλυτα καθολική, δεδομένου ότι, στ’ αλήθεια, διαφέρουμε όλοι μας. Η μοναξιά του να μην είσαι πάντα ή πια αρεστός σε εκείνους που κάποτε ένιωθαν ότι τραγουδούσες για εκείνους. Η μοναξιά του να μην είσαι αρεστός στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν μας τα είπε, άραγε, όλα όταν εξομολογήθηκε; «Μες στα δισκάδικα όταν βρίσκω / πελάτες άγνωστους ν’ ακούν δικό μου δίσκο, νιώθω μυστήρια ταραχή και φεύγω αμέσως από κει».΄Είναι δυνατόν, σκέφτομαι; Και όμως το λέει: «Δεν τα υποφέρω τα τραγούδια μου, και προπαντός όταν μου μοιάζουν / όλα εκείνα π’ αγαπώ είν’ αλλωνών κι αλλιώς φαντάζουν». Και κάπως έτσι αισθανόμαστε όλοι σαν κοριτσάκια «που ’χουνε σύρματα στα δόντια ή σπυράκια»: «Αν δε σας φαίνεται μελό, τον εαυτό μου αντιπαθώ […] Μα μπαίνει η άνοιξη στην πόλη, κι απ’ τ’ ανοιχτό λεωφορείο μου φαίνεστε όλοι / τόσο γλυκούτσικοι κι αχνoί στη θερινή σας τη στολή». (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το μαγαζί με φλιπεράκια, δηλαδή ηλεκτρομηχανικά παιχνίδια, όπου ο παίκτης, χειριζόμενος κάποιους μοχλούς, προσπαθεί να κατευθύνει μια μπαλίτσα ανάμεσα από κάποια εμπόδια και προς ορισμένους στόχους.

  1. Το πιο θρυλικό φλιπεράδικο της Θεσσαλονίκης έγινε 40 ετών. Ο πιο αυθεντικός... καουμπόη πόλης κάνει κουμάντο στο «Ελ Πάσο». Στο μπιλιαρδάδικο "Ελ Πάσο" στη Θεσσαλονίκη ο χρόνος έχει σταματήσει προ πολλού. Ένα μαγαζί που άνοιξε τη δεκαετία του 70, άλλαξε ιδιοκτήτες και κατέληξε στα χέρια του Χρήστου Παυλίδη, έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές. Έχει κάτι ξεχωριστό αυτό το τεράστιο ημιυπόγειο στην Αγίου Δημητρίου. Κάτι που μόνο αν πας μπορείς να το αντιληφθείς. Μια ατμόσφαιρα που ανάλογα τη δεκαετία που διανύεις, σου δημιουργεί διαφορετικές μνήμες. Όλοι, είτε τα έχουμε ζήσει από πρώτο χέρι, είτε τα θυμόμαστε μόνο μέσω ταινιών, ή σαν αχνές μνήμες από παιδικά χρόνια με γονείς, έχουμε κάτι που μας δένει με τις προηγούμενες δεκατίες. Το μαγαζί "Ελ Πάσο" ονομάστηκε έτσι, όχι γιατί ο ιδιοκτήτης είχε σχέσεις με το Τέξας, αλλά γιατί, τότε, στα τέλη της δεκαετίας του '70, αρχές '80, τα μαγαζιά είχαν τέτοια ονόματα, καουμπόικα, εξωτικά, ξένα. Είναι γνωστά άλλωστε τα στέκια των παλιών στη Θεσσαλονίκη με αντίστοιχα ονόματα - "Αρζεντίνα", "Σάντα Μόνικα", "Σαν Σαλβαντόρ" κ.ο.κ. "Εμείς τελικά λέγαμε ότι το Ελ Πάσο λέγεται έτσι γιατί εδώ...γίνονται μονομαχίες!". Σαν καουμπόυδες λοιπόν παίζουμε μπιλιάρδο, πινγκ πονγκ και τάβλι, ενώ ψάχνουμε να βρούμε τι μας συνδέει με το χτες.(Εδώ).
  2. Το πιο αυθεντικό φλιπεράδικο. Αμέτρητες παρέες, φοιτητές, ζευγάρια αλλά και μοναχικοί πότες έχουν καθίσει στα τραπέζια του, έχουν παίξει φλίπερ και μπιλιάρδο, έχουν τεστάρει τη συγκέντρωση τους στα βελάκια, έχουν ανταλλάξει θυμωμένες μπαλιές στο πινγκ πονγκ. Ίσως πήγαινε ο πατέρας σου, ίσως εσύ, ίσως κάποιος γνωστός σου σου έχει ήδη πει για αυτό το μέρος. Αν γεννήθηκες στα 80s ή έζησες στα 80s ή αγάπησες τα 80s, είσαι ό,τι πρέπει για το Ελ Πάσο. (Εδώ).
  3. Τα χρόνια των 80s και 90s άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στην ποπ κουλτούρα, και στη Θεσσαλονίκη κάποιοι νοσταλγοί αυτών των δεκαετιών βρήκαν τον τρόπο να κρατήσουν ζωντανό το πνεύμα τους. Από φλιπεράδικα και arcades μέχρι vintage ρούχα και παραδοσιακά γλυκά, η πόλη φιλοξενεί αυθεντικές γωνιές που αναβιώνουν τη γοητεία εκείνων των εποχών. Ο χώρος του Ελ Πάσο, το ARCADES.GR και καταστήματα όπως το V for Vintage και το Oldd Fashion προσφέρουν μια ιδιαίτερη εμπειρία στους επισκέπτες, ενώ παράλληλα το ιστορικό ζαχαροπλαστείο στη Δορκάδα φέρνει γεύσεις από μια άλλη εποχή. Σε αυτούς τους χώρους, η Θεσσαλονίκη ζει και αναπνέει με τη ρετρό αισθητική της και τη νοσταλγία για τις εποχές που έχουν αφήσει πίσω τους κάτι μοναδικό. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Από σποτ των εβδομήνταζ του Azax για τα τζάμια. Στη διαφήμιση η νοικοκυρά υποτίθεται πως απλά άνοιγε το μπουκάλι και από μέσα έβγαινε ο -και καλούα- άσπρος σίφουνας και καθάριζε όλο το σπίτι (η βρωμιά ήταν απλά ένα σαλόνι με σκοτεινή μαύρη εικόνα, που από πάνω του περνούσε ο ''άσπρος σίφουνας'' και το έκανε ''καθαρό'')

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να πειράξουμε κάποιον που κάνει κάτι υπερβολικά γρήγορα/βιαστικά ή γίνεται καπνός όταν βλέπει κάποιον/κάτι.

  1. Γράφε πιο σιγά, ο άσπρος σίφουνας είσαι?
  2. Μόλις είδε ότι η ώρα πήγε 10, πήγαινε σαν τον άσπρο σίφουνα για να ετοιμαστεί και να πάει στην δουλειά του.

Με διπλάσιο αμμωνιαζόλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείτο κυρίως στις δεκαετίες 1960 και 1970, για να στιγματίσει τη συμπόρευση χριστιανών με τη χούντα των συνταγματαρχών και την άκρα δεξιά ή, ευρύτερα, με τον καπιταλισμό εν γένει.

Σε ανάλογη κατεύθυνση ιδρύθηκε το 1953 και η Χριστιανική Δημοκρατία, από τον Νίκο Ψαρουδάκη, η οποία κάποιες φορές επιδίωξε και την εκλογική της καταγραφή, αν και χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Φυσικά, δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τα συντηρητικά χριστιανοδημοκρατικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης, τα οποία η Χριστιανική Δημοκρατία χαρακτήριζε «αστοχριστιανικά». Οι χριστιανοσοσιαλιστές εκείνων των χρόνων είχαν ανοιχτό μέτωπο κατά των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων («Ζωή», «Σωτήρ» κ.ά.), που στελεχώθηκαν, κυρίως, από ακροδεξιούς ιερωμένους και θεολόγους, συγκροτώντας κινήσεις χριστιανών επιστημόνων, νέων κ.ά., πρωτοστατώντας στον αντικομμουνιστικό ιδεολογικό αγώνα του μετεμφυλιακού καθεστώς, το οποίο πρόβαλλε ως ιδεολογικό πρόσημό του τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» και ως μέσα για την προώθησή τους χρησιμοποιήθηκαν τα σχολεία, τα κατηχητικά, ο στρατός, το ραδιόφωνο κ.λπ. (Iskra).

Got a better definition? Add it!

Published

Την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών (1967-1974) και λίγο μετά, ήταν απαξιωτικός χαρακτηρισμός για χριστιανό, ο οποίος υποστήριζε το χουντικό καθεστώς ή, μετά, τη δεξιά και τον καπιταλισμό.

'Αστο ,χριστιανέ, και μην το κουράζεις. Αστοχριστιανέ που λοξοκοιτάζεις καπιταλιστικά μη με παραμυθιάζεις. Πάνω απ΄το Ευαγγέλιο την κονόμα βάζεις. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η Χοντρή του Θησαυρού ήταν δημοφιλής γελοιογραφία που δημοσιευόταν στο ελληνικό περιοδικό ποικίλης ύλης Θησαυρός. Επρόκειτο για μια παχύσαρκη κυρία, η οποία καταπίεζε τον μικροκαμωμένο σύζυγό της Ζαχαρία. Πρόγονος της συγκεκριμένης γελοιογραφίας υπήρξε η Αντζουλίνα, μια προπολεμική εικονογραφημένη καρικατούρα του τουρκικού εντύπου Ράμιζ, που μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από το σχεδιαστή Μιχάλη Γάλλια. Αργότερα το ζευγάρι συνέχισε να γελοιογραφείται και από άλλους γελοιογράφους, όπως ο Βασίλης Χριστοδούλου και ο Αρχέλαος στο περιοδικό Οικογενειακός Θησαυρός μέχρι το 1967. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει παχύσαρκη γυναίκα, η οποία μάλιστα επιβάλλεται με τον όγκο της.

Τη Χοντρή του Θησαυρού πήγε και παντρεύτηκε ο κακομοίρης! Ποιος τον σώζει τώρα! Θα φάει πολλή παντόφλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία στα καλιαρντά από το γκουνιότα. Είναι επίσης εμβληματική περιοδική έκδοση.

Μαντάμ Γκου. Λεσβιακή περιοδική έκδοση (Δες εδώ).

Πολύ αργότερα, το 1995, μια παρέα γυναικών χωρίς να είναι ενταγμένη σε κάποια συγκεκριμένη ομάδα αλλά με ευρύτερες συνδέσεις, αναφορές και ενδιαφέρον για το λεσβιακό χώρο και χωρίς προγενέστερη εκδοτική εμπειρία αποφασίζει να βγάλει τη Μαντάμ Γκου. Λεσβιακή Περιοδική Έκδοση. Μαντάμ Γκου σημαίνει «λεσβία» στα καλιαρντά.

«Ψάχναμε για κάποιο όνομα που να μην έχει ξαναχρησιμοποιηθεί» θα μου πει η κύρια εμπνεύστρια του εγχειρήματος. «Είχαμε περάσει από διάφορα «πέτρα», «σχισμή». Τα βρίσκαμε πολύ χρησιμοποιημένα και αρχίσαμε να ψάχνουμε στο λεξικό, στα καλιαρντά βέβαια. Γιατί στο άλλο λεξικό, τι να βρεις; Ή λεσβία θα βρεις ή ομοφυλόφιλη θα βρεις, τι άλλο να βρεις. Και βρίσκουμε το Μαντάμ Γκου. Και μας άρεσε. Μας πήγαινε λίγο ξέρεις και στο Μαντάμ Φιγκαρό που είναι γυναίκες που προσέχουν, ετεροφυλόφιλες. [Επιδιώξαμε] μια αντίθετη, δηλαδή, σχέση με τα πρότυπα που προσφέρουν αυτά τα περιοδικά».

Στην πρώτη σελίδα του πρώτου τεύχους παρουσιάζεται το προφίλ της έκδοσης:

Η Μαντάμ Γκου είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας μιας παρέας λεσβιών να εκφραστεί και να δημιουργήσει ένα αμφίδρομο κανάλι επικοινωνίας. Μετά από χρόνια εκδοτικής απουσίας της λεσβιακής κοινότητας, νιώσαμε περισσότερο ευαισθητοποιημένες απέναντι στο συνεχιζόμενο ρατσισμό που δεχόμαστε και θελήσαμε να κάνουμε κάποια βήματα σε σχέση με την ανεύρεση μιας ταυτότητας και την αίσθηση περηφάνιας που οφείλουμε στο άτομό μας».

Η Μαντάμ Γκου είναι ένα περιοδικό που δεν ανήκει σε κάποια πολιτικοποιημένη ομάδα αλλά δημιουργήθηκε από μια μικρή ομάδα επτά συνολικά γυναικών που θέλησε να καλύψει το εκδοτικό κενό της δεκαετίας του ’90. Η ομάδα παρέμεινε κλειστή ως προς τη σύστασή της, αλλά ανοιχτή απέναντι στην ανταλλαγή ιδεών, κειμένων και τη δημιουργία επαφών. Από το φθινόπωρο του 1995 ως τον Νοέμβριο του 1997 η Μαντάμ Γκου θα εκδόσει πέντε συνολικά τεύχη καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως πρωτότυπα θεωρητικά κείμενα, μεταφράσεις, αλληλογραφία, νέα, κόμικ, χρηματιστήριο λεσβιακών αξιών.

Στα «κλειστά» χρόνια όμως της δεκαετίας του ’90 η ανταπόκριση από τις αναγνώστριες όσον αφορά την αποστολή κειμένων, την έκφραση απόψεων, την ανταλλαγή ιδεών υπήρξε περιορισμένη. Δύο ακριβώς χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου τεύχους, τον Νοέμβριο του 1997, η Μαντάμ Γκου αποχαιρετά τις αναγνώστριες της: [Τ.5.σ.1.]

«Για σας με αγάπη. Να ‘μαστε πάλι εδώ για τελευταία ίσως φορά. Τα θέματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθούμε δεν τελείωσαν, ούτε ίσως η ζωή των λεσβιών στην Ελλάδα άλλαξε μετά το πέρασμα την Μ.Γ., αν και θέλουμε να πιστεύουμε ότι βάλαμε και εμείς ένα ακόμη λιθαράκι, όμως η δική μας αντοχή εξαντλήθηκε. Οι ισορροπίες σε μια ομάδα είναι λεπτές και η ενέργεια χρειάζεται διαρκή επαναφόρτιση, που δυστυχώς δεν ήταν δυνατή ούτε από μέσα ούτε απ’ έξω. Ελπίζουμε, αν δεν βρούμε αργότερα το κουράγιο να συνεχίσουμε, κάποιες άλλες να το κάνουν για μας. Αυτό το τεύχος το αφιερώνουμε στις γυναίκες που μας έδειξαν την υποστήριξή τους στέλνοντάς μας τα κείμενα, τα ποιήματα και τα γράμματά τους».

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για τους δεξιούς στο ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα (τουλάχιστον) το άκουγες από στόματα αριστερών και πασοκατζίδων για τους νεοδημοκράτες, νωρίτερα για τους ερετζίδες και λοιπούς δεξιούς της εποχής.

Ετυμολογείται από το σλαβομακεδόνικο/βουλγάρικο Охрана που σημαίνει "προστασία".

Στο Β'ΠΠ στη Βόρεια Ελλάδα έλεγαν επισήμως Οχράνα τα ένοπλα τμήματα δεξιών σλαβόφωνων Ελλήνων που τάχτηκαν υπέρ της Βουλγαρίας. Επειδή όμως η ελληνική δεξιά τα είχε συνήθως καλά με τους καταχτητές και είχε τη τάση συνεργασίας με αυτούς, αλλά και με τους Βούλγαρους και Έλληνες σλαβόφωνους φασίστες στην κατοχή, οι βορειοελλαδίτες έβγαλαν τους Έλληνες δεξιούς οχράνες. Δεν συσχετίζεται με τη ρωσσική Οχράνα των Τσάρων. Δεν γνωρίζω αν πλέον χαρακτηρίζουν έτσι και τα ναζίδια.

-Κουπούκι, οχράνα, δραμινέ θα σι πιτάξω τη τσάσκα στο κιφάλι άμα ξαναπείς τέτοια για τον Αντρέα (σ.σ. Αντρέα Παπανδρέου), άιντε από 'δω παλιοκουπούκι ακάθαρμα...

:S

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified