Υποτιμητικά για γυναίκα την οποία θεωρούμε ότι είναι για τον πέουλο...

συνων. μαλακισμένη (απλά πράματα...)

(στίχος τραγουδιού)

[...]Είσαι μια πουτσοκαρούμπα εσύ, δεν θέλω να σε κρίνωωωω... Τ΄αρχίδια μου τα έσπασες μεγάλη συμφορααααααααά.... Τα νεύρα μου δεν τα συγκράτησα και όπως σηκωνόσουουν... «Κριτίμπομπο!» μια τόφα, σου γάμησα τα πρέκιαααα...

(σ.σ. η μελωδία όπως στο κουπλέ του λαϊκού άσματος «Μια καρδιά στα χέρια μου μου φέρανε, καντην ό,τι θες είναι για σένανε»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γριά, συνήθως μαυροντυμένη, με άσπρο αφράτο μαλλί (ή περουκί) που κυκλοφορεί με λεωφορεία, σπάει τ' αρχίδια όλων των επιβατών μέχρι να κάτσει κάτω αυτή και η σακούλα με τα ραδίκια και λοιπά ζαρζαβατικά που λογικά έχει μαζί της.

(Στη γαλαρία)
- Μαλάκα, τι γίνεται εκεί μπροστά;
- Ε, μπήκε μια γιαγιούμπα και τα 'χει κάνει όλα πουτάνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified