Σφιγγοκωλάριος ονομάζεται ο «μη μου άπτου», συνήθως δύστροπος / γκρινιάρης άνθρωπος, ο οποίος είναι κολλημένος με το savoir vivre και τους τύπους γενικότερα.

Εκεί που άκουγα (insert band) στο λεωφορείο, έρχεται ένας σφιγγοκωλάριος και μου λέει «σας παρακαλώ, ενοχλούμεθα σφόδρα από τον θόρυβο που εξέρχεται από τα ακουστικά σας...».

Μάλλον εκ του σφιχτού κώλου, βλ. αντίθεση με σφουγγοκωλάριος. Βλ. και πρωκτικάντζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[i]Στην αρχαία εποχή:[/i] τίτλος τιμής. Έμπιστος του βασιλιά, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για να σκουπίζει και να καθαρίζει τα οπίσθια του υψηλότατου/-ης.

[i]Στην σημερινή εποχή:[/i] υποτιμητικός τίτλος. Ο άνθρωπος που είναι πολύ πιστός σε κάποιον και έχει τον ρόλο του ρουφιάνου ή του χαμάλη ή και των δύο.

Κοίτα ρε συ έναν σφουγγοκωλάριο που θα πάει να μας καρφώσει στον υπεύθυνο!

ass wipe... (από BuBis, 09/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομπιουτεράς, ο πληροφορικάντης.

Ο επίσημος όρος είναι πληροφορικός, αλλά κανένας δεν τον χρησιμοποιεί.

Εκ των πληροφορική και της κατάληξης -άριος (π.χ. σφουγγοκωλάριος).

Ήταν ένας πληροφορικάριος και ένας κολλητός του, αλλά ούτε αυτός είχε γκόμενα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified