1. Η ταπεινή κολακεία, η δουλοπρέπεια.
    1. Το καλόπιασμα.
    2. Στον στρατό η κολακεία των ανωτέρων για εύνοια.
    3. Το μέσο. Κυρίως στην έκφραση έχω γλείψιμο.
    4. Το στοματικό σεξ.
    5. Στην auto/moto σλανγκ είναι το ξυστό πέρασμα, η ξυστή επαφή.
    6. Το ξυστό πέρασμα σφαίρας ή οβίδας.

α. Κάθε φορά που θέλει κάτι αρχίζει το γλείψιμο. β. Άρχισε το γλείψιμο, για να μη δώσω συνέχεια. γ. Άρχισε το γλείψιμο στον διοικητή, για να πάρει άδεια. δ. Έχει γλείψιμο τον διοικητή. ε. Είναι μαστόρισσα στο γλείψιμο. στ. Τα έχασε με το γλείψιμο που του έκανα στο φτερό και έκανε όλο δεξιά το τιμόνι. ζ. Το γλείψιμο στο αυτί του τού κόστισε για λίγες μέρες την ακοή του.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαντάκωμα, μπιφτέκωμα. Φαινόμενο δηλαδής, κατά το οποίο ο φαντάρος του χ λόχου, που είναι 481 (το σήμερα εννοείται) πριν απολυθεί. Έχει Καλλιόπη, μετά χόκεϊ επί λίπους (μαγειρία) και το βράδυ βάρδια στην πύλη. Συνήθως η μέρα είναι Παρασκευή, και την άλλη μέρα έρχεται και ο χ συνταγματάρχης για επιθεώρηση.

- Εσένα σε βλέπω παρφουμαρισμένο ρε Καραμήτρο. Πάλι έξοδο ρε ψάρακα;
- Ναι ρε Μπουρδάνο, εμένα όλο άδειες μου δίνει ο Τζουνάκος. Μπουζούκια κι έτσι. Εσύ;
- Εγώ πάλι πήξιμο.

Το πήξιμο σε όλα τα σώματα! (από Cunning Linguist, 23/08/10)

Βλ. και σχετικά λήμματα πήζω, έχει πήξει το μουνί μας, πυξλαμούν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified