Ουσιαστικό, γένους αρσενικού. Ο καταπιόνας είναι το μέλος του σώματος από το οποίο καταπίνουμε τις τροφές μας, κοινώς ο λαιμός. Αυτή η συνώνυμη λέξη χρησιμοποιείται για να δoθεί έμφαση και για εντυπωσιασμό.

  1. Μπορείς να μου φέρεις λίγο νερό; Έχει στεγνώσει ο καταπιόνας μου.

  2. Μην με προκαλείς! Δεν μπορώ να μιλήσω γιατί με πονάει ο καταπιόνας μου!

Σχετικά: λαιμά, καρίτζαφλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα σαγόνια, τσαούλια ή μασέλες. Το λέμε σε κάποιον που βρίσκεται δίπλα μας, όταν θέλουμε να του δείξουμε τον θυμό μας γιατί μας παρενοχλεί την ώρα που εκτελούμε μια σημαντική εργασία που χρειάζεται συγκέντρωση. Συνήθως υψώνουμε απειλητικά το χέρι στο ύψος του προσώπου, από την ανάποδη πλευρά της παλάμης (κόκαλα).

Θα σου ρίξω μια μες τα καπάνια με τα κόκαλα και θα στα σπάσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική σημασία του όρου αναφέρεται στην πόρτα του πλοίου.

Εδώ όμως ο όρος μπουκαπόρτα μπαίνει με την έννοια του στόματος, με την έννοια της πόρτας (πύλης) μπουκώματος. Με τη χρήση του όρου αυτού, υποβοηθούμαστε και από την κλασσική σημασία του όρου μέσω συνειρμού στις μεγάλες διαστάσεις της καραβόπορτας ώστε να υποδηλωθεί καλύτερα η έννοια της γρήγορης εισαγωγής τροφών (μπούκωμα, χλαπάκιασμα).

- Πώς γεμίζεις έτσι τη μπουκαπόρτα παιδάκι μου; Θα σκάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified