Η τζούρα του τσιγάρου (που έχει φτάσει σχεδόν μέχρι το φίλτρο), κατά την οποία το βάζουμε ανάμεσα στις αρχές του δείκτη και του μέσου, κλείνουμε τη χούφτα σφιχτά και ρουφάμε από την τρύπα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη. Τέτοιες τζούρες παίρνουν συνήθως όσοι κάνουν οικονομία στα τσιγάρα.

Προφάνουσλυ η ονομασία έρχεται από την κούφια γροθιά που σχηματίζει ο χρήστης. Αρκετά θανατηφόρα τζούρα, οπότε με μέτρο.

- Τι κάνεις εκεί ρε;
- Κούφια. ...Oικονομική κρίση ψηλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified