Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Δηλώνει της ταλαιπωρίας τη φάση, καθώς και τον ταλαίπωρο (5ο παράδειγμα).

ταλαίπα

  1. Λονδίνο: υποψήφια Πρωτεύουσα Ταλαίπας 2014

  2. Το πρώτο smartphone της μάνας μου...αυτή η ταλαίπα!

  3. Για κυριακή πολύ κούραση, πολύ ταλαιπα. Αλλά χαρούμενος είμαι αφού

  4. Μην τρώτε ταλαιπες, φάτε μια φέτα καρπούζι

  5. ηθελες να παίξεις και στην ΑΕΚ ρε ταλαίπα (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified