Συνώνυμο του ψωλαρπάχτρα.

Η φίλη μου η Λίτσα η σουρτούκω.

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Επιθετικός προσδιορισμός μουσικής, ρούχων, χώρου και γενικότερα κάθε αντικειμένου που έχει φάνκυ, κίνκυ ή αισθησιακά χαρακτηριστικά, τέτοια ώστε θα μπορούσε να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα ενός κωλόμπαρου. Εναλλακτικά όμως μπορεί να προσδιορίζει όλα τα παραπάνω ως χαρακτηριστικά ενός κωλομπαρά, ενός δηλαδή πληθωρικού ομοφυλόφιλου.

-Τσέκαρες καινούργιο κομμάτι Σνουπ Ντογκ;
-Ναι ρε, τέρμα κωλομπαρίστικο μπιτάκι.

-Να σου πω, να βάλω τις κωλομπαρίστικες τιράντες με τις μπανάνες;
-Σοβαρέψου ρε Στέφανε σε κηδεία πάμε!
-Ναι αλλά θα 'ναι κι ο Νικολάκης εκεί πέρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Το βαθύ και απόκρημνο χάσμα του κόλπου, η λεγόμενη μουνοχαράδρα, όπου η ψωλή μπαίνει και χάνεται, αποτέλεσμα κληρονομικότητας ή απλά υπέρμετρου ξεμουνιάσματος.

Φίλε έριξα χθές μια αστραποψωλιά στην Μικαέλα, κόντεψα να φέρω βαρομετρικό χαμηλό μαλάκα... Μουνοβάραθρο του Ολύμπου βέβαια και κώλος δίευρω, σαν να γαμούσα το υπερπέραν ήταν. Βάζω στοίχημα πρέπει να την έχει καρφοκωλιάσει η μισή Δυτική Αττική.

Got a better definition? Add it!

Published

Τα Εξάθλια . Η λέξη προτιμάται από άτομα που αποφεύγουν ή απεχθάνονται την περιοχή.

Nα πρωτοστατίσει δε ο Δήμος Αθηναίων. Καμίνη τι φοβάσαι μη σε κάνουν ντα τα Εξάχρεια… (από σχόλιο εδώ). Να ξαναπω εδω οτι κυριως επαρχιωτοπουλα κ χωριατακια καταφευγουν στα εξαχρεια, γιατι στις πολεις τους αν κουνηθουν, πεφτει καρπαζά (από tweet).

Got a better definition? Add it!

Published