Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.
Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ
Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος
Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.
Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα
Ενεργητικό
- -Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα... 
 -Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
 Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.
- - Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει) 
- - Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ; 
 - Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
 (Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)
Παθητικό
- - Σήμερα γαμήθηκα στη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να ξεραθώ κανα δωδεκάωρο μπας και συνέλθω
- - Πάμε για ένα ποτό;
 - Μπααα...
 - Εεεεε πια! Γαμιέσαι ρε μαλάκα, πάλι θα μείνεις σπίτι;
 - Γάμησέ μας τώρα (βλ. παρακάτω), άλλη φορά...
Επίρρημα:
- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
  - Και από τιμές;
  - Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)
Εκφράσεις:
- γάμησέ τα (κι άφησέ τα): άσ' τα να πάνε
- είμαι γαμώ τα παιδιά: είμαι τέλειος
- γαμιέται ο Δίας: πάνε όλα χάλια (Χθες γαμήθηκε ο Δίας: έριξε μια νεροποντή και πνιγήκαμε στη λάσπη)
- γαμάω και δέρνω: είμαι πολύ τέλειος
- γαμώ το > γαμώτο: κρίμα
- γαμώ το κέρατό μου, το ξεσταύρι μου, το φελέκι μου, τα πρέκια, τον Δία τον πούστη, τον Χριστό μου, την κοινωνία μου, το σόι μου, κ.λπ.
- δε γαμιέται: δε βαριέσαι
- μη γαμήσω...: μην πω καμιά κουβέντα..., μη χέσω, τι λες μωρέ, κλπ
- γάμησέ μας: άσε μας ήσυχους
- άει γαμήσου: άει πνίξου, άει χέσου, άει χάσου, κλπ
