- Ο τρελάρας.
- Ο ηλίθιος.
- Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
- Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
- Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;- Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;
- Και πώς περάσατε;
- όοοργιο!
- Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
- Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;
- Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;
- Και πώς περάσατε;
- όοοργιο!
Σχετικά: θέατρο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σημαίνει τρελός, αλλοπρόσαλλος, βαρεμένος, παράξενος.
Επίθετο με την ίδια κατάληξη για όλα τα γένη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί κι ως επίρρημα.
- Τον είδες ρε μαλάκα τον άλλο τον λιλαλό το γείτονα σου; Πάλι στο μπαλκόνι είναι μόνο με το βρακί και σφυρίζει σ όποιον περνά!
- Τι λέει, πώς τα πας;
- Άσε Νώντα. Γράφω αύριο και διαβάζω διαβάζω κ δε θυμάμαι τίποτα.Έχω να βγάλω 240 σελίδες, λιλαλό η κατάστα φίλε.
Βλ. και ψυχολογικό (ή ψυχικό) τραλαλά.
Got a better definition? Add it!