Αρχικά, χρονικό επίρρημα. Στην μπαμπαδοσλάνγκ εκδοχή του, επίκληση παρελθόντος νεωτερισμού, προοδευτικότητας, ευμάρειας και εν τέλει αποστασιοποίησης του πατρικίου ομιλούντος από τους συνχνωτιζόμενους πληβείους. Βασικά, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

Τοποθετείται εμφατικά στο τέλος της πρότασης.

- Φιλαράκι, το ΄76είχα πάρει με τα λεφτά από το πρώτο ταξείδι ένα Rover 2.200 με διπλά καρπυρατέρια, υδραυλικό τιμόνι και αιρ-κοντίσιο, τότε! Μετά το πάρκαρα έξω από τη μπαρμπουτίερα του Χάσου.

- Ο προπάππος σου ο Λαλα-Μάρκος κάθε δύο τρία χρόνια που έκλεινε καλά η χρονιά, έπαιρνε την κυρά-Δέσποινα παίρναν το ποστάλι και τραβούσανε Τεργέστη και από κει Βιέννη, Πράγα και Λειψία για ψώνια και βόλτες, τότε!

(από Khan, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified