Χαρακτηρισμός προσώπου ο οποίος είναι άσχετος με το μπάσκετ και χαρακτηρίζεται έτσι ώστε να δείξει ότι ο άλλος είναι εντελώς αδέξιος και δεν πετάει μπάλα, αλλά τούβλα στην μπασκέτα.

- Την Τετάρτη πάμε για μπάσκετ με τον Μήτσο; - Με αυτόν τον τούβλοβιτς, εγώ, δεν παίζω μπάσκετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον άνθρωπο που βρίσκεται υπό την επήρρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Εμπνευσμένο από τον αμυντικό της ΑΕΚ Ντάνιελ Μαϊστόροβιτς (ψιλοτρελός... πχ. έριξε ένα ξύρισμα στη μέση ενός αγώνα).

- Ρε αυτός μου έλεγε κάτι κουφά χθες.
- Ε όχι μόνο χθες... αφού είναι μονίμως μαστούροβιτς!

(από nasos, 17/03/09)

Βλ. και σχετικό λήμμα μαστουρώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αυτογκόλ. Η – με άλλα λόγια – επιτομή της χαζομάρας και της ανικανότητας ή/και του υπερβάλλοντος ζήλου ή της εμφανούς διαφοράς δυναμικότητας μεταξύ των ομάδων που αναμετρούνται, ή πληθώρας άλλων λόγων στους οποίους καταλήγουν μετά από αχρείαστα (;) διεξοδική ανάλυση οι αθλητικογράφοι.

Σε ό,τι από τα παραπάνω κι αν οφείλεται το εκάστοτε αυτογκόλ, αφήνει πάντα μια ξινίλα στον οπαδό της ομάδας που το σημειώνει-και μια χαιρεκακία στον αντίπαλο. Ο Μόνιτς ξορκίζει για τους μεν την ξινίλα με χιούμορ και προσφέρει στους δε μια λάιτ εναλλακτική για καζούρα, παραπέμποντας εμμέσως στο σκοπό που εξυπηρετεί κάθε ανέκδοτο.

Το λήμμα προέρχεται από ανέκδοτο λοιπόν, και αποτελεί ένα από τα πολλά ακατέργαστα διαμάντια της ποδοσφαιρικής αργκό, καθώς οι ποδοσφαιρόφιλοι πολλά επινοούν, ακόμα περισσότερα αναπαράγουν αβίαστα, ενώ σπάνια είναι σε θέση να παράσχουν επαρκείς επεξηγήσεις για την αργκό τους.

Ο Πανούτσος σε κάποιο άρθρο του υπερασπίστηκε απόλυτα την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός τουλάχιστο φόρουμ – του χώρου του ποδοσφαίρου εν προκειμένω-όπου να μπορεί ο καθένας να εκφράζεται χωρίς να πολυσκέφτεται τις καταστροφικές εν δυνάμει συνέπειες της αστόχαστης άποψης που εξέφρασε- γιατί απλούστατα, τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί λέγοντας (ακόμα) μια μαλακία για τα ποδοσφαιρικά.

Να σημειωθεί ότι όταν πρωτοκυκλοφόρησε το ανέκδοτο, η ενωμένη Γιουγκοσλαβία ήταν και φτηνή αγορά και τίγκα ξέχειλη στα ταλέντα, οπότε κάθε ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα είχε κι από έναν «πορτοφολά»- προσωνύμιο που δόθηκε από τον «Φίλαθλο» στους Σέρβους μπαλαδόρους – στους Ρουμάνους δόθηκε το «κλέφτης». Στη δε ΑΕΚ επί Μπάγεβιτς (πρώτη θητεία) μέχρι και οι σεκιουριτάδες του γηπέδου ήταν συμπατριώτες του.
Εξ ου και το εξυπνακίστικο - ψαρωτικό του ανεκδότου κι ο κύριος λόγος που αφομοιώθηκε.

Το ανέκδοτο:
- Πόσο ήρθε;
- Νικήσαμε 2-0...
- Ποιοι τα βάλανε;
- Το ένα ο Μάκης και το άλλο μόν(ο)ι τ(ου)ς
- Πήραμε Σέρβο;

Το παράδειγμα απ’ τη ζωή βγαλμένο:
«Ο Σόλι προσπάθησε να γυρίσει την μπάλα για τη Ρόζεμποργκ, που κόντραρε στον Κωστούλα και πήρε ύψος, ο Νικοπολίδης βγήκε να τη μαζέψει και για αυτό ο Ανατολάκης έσκυψε, όμως η μπάλα πέρασε πάνω από τον τερματοφύλακα του Ολυμπιακού, ο οποίος στη συνέχεια την κυνήγησε και πάνω στη γραμμή προσπάθησε να τη διώξει.Αυτή βρήκε στον Μαυρογενίδη και κατέληξε στα δίχτυα. Παιδαριώδες λάθος της άμυνας..»

- Το μαλάκα το Μόνιτς...
- Τι έκανε το νούμερο..Σκόρδο-κρομμύδι ρεεεεεεειιι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified