SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • σεξουαλικό
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: αποδοκιμασία
  • χαρακτηρισμός κατάστασης

Further tags

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ρήμα
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Σχήμα λόγου - υπερβολή
  • πεολειχία
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: σεξιστικό
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

τσιμπουκώνω πόμολα

Χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δηλώσει ότι κάποιος/α είναι κοπέλα τελειωμένη. Σύγκρινε με το γυαλίζει το πόμολο, έκλασα πόμολα, τρώω και τα πόμολα.

Μέχρι και τα πόμολα έχει τσιμπουκώσει για να φτάσει εκεί που έχει φτάσει επαγγελματικά.

Got a better definition? Add it!

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ρήμα
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Σχήμα λόγου - υπερβολή
  • πεολειχία
  • σεξουαλικό
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: αποδοκιμασία
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: σεξιστικό
  • χαρακτηρισμός κατάστασης

Published 2024-02-21 09:36:09+00:00

Khan

Khan

  • 2316
  • 7235
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.