Παγωμένος, ξερός. Το βρίσκουμε στον συγγραφέα από τη Χίο Γιάννη Μακριδάκη. (Δες).

Στην αρχή όμως τα σήκωνε τα κασάκια με τα κάντρα και τις φωτογραφίες και εγύριζε στα χωριά με τα ποδά­ρια. Σαν το μουλάρι ο καμένος. Μετά επήρεν το μοτοσα­κό. Και ήπεσεν κάτω μια φορά και το έκαμε σαν οχτώ. Χειμώνας ήτανε και είχεν πάγο ο δρόμος. Και ήναψεν μιαν αστυφίδα, μου ’πε, για να μην παγώσει και τονε βρούνε ξεκουκουρωμένο στο χαντάκι. Τον εμαζέψανε κάτι περαστικοί και εσώθηκε.Έτσι την εκάμαμε την πε­ριουσία μας. Ο Θεός να αναπαύει την ψυχούλα του. Από το μηδέν ξεκινήσαμε. Από το μηδέν. (Γιάννης Μακριδάκης, Στη σκιά του όρους Όχη, Εστία, Αθήνα 2025).

Got a better definition? Add it!

Published

Ήλιος καυτός, πάρα πολύ δυνατός, υψηλή θερμοκρασία, μεγάλη ζέστη. Εκ του κάρκανο (το), το πολύ ξερό, πολύ καμένο.

Συγκοπτικά αποκαλείται και κάρκα.

  1. Μείνε παιδί μου σπίτι, πού τρέχεις με αυτή την καρκαμπίλα.

  2. Στο μέρος που θα ψαρέψουμε έχει κάνα δεντράκι ή θα μας φάει η καρκαμπίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified