Κατά την διάλεκτο των Ρόμα, είναι ο άσχετος, αυτός που δεν σχετίζεται με αυτό που κάνει.

  1. Δες τον καλαμπόρτζο πώς οδηγεί!

  2. Βρε τον καλαμπόρτζο, το αυτοκίνητο του είναι αερόψυκτο και επέμενε στον βενζινά να του βάλει αέρα στη μηχανή.

στο 0.38 (από Khan, 13/02/11)

Πρβλ. και άκυρος.

Κακοτεχνίτες: καλαμπόρτζης, κομπογιαννίτης, μπασματζής, ξυλοσχίστης, σκιτζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά του και το παίζει ειδικός. Κάνει αλχημείες, μπαλώματα, πασαλείμματα, βλέπε και ξυλοσχίστης. Ρεμπέτικη έκφραση σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες. Την έλεγαν για όποιον έκανε φάλτσα σε κάποιο μουσικό όργανο.

Μου το γάμησες το τραγούδι στα λάθη. Φύγε απο δω ρε καλαμπόρτσο, θα μου το κλείσεις το γκρουπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified