Κλασικός και λιγάκι απαρχαιωμένος όρος που προέρχεται ή έστω διαδόθηκε από την ιδιόλεκτο των χάπατων στα 90's και που περιγράφει την ευφοριογόνο (αγαπογόνο ίσως) ψυχοτρόπο δράση διάφορων ουσιών (με πατριάρχη το eψιλον), σε αντιδιαστολή προς την παραισθησιογόνο (που εξασφαλίζεται από τη συνομοταξία των τριπακίων).

Συντάσσεται με το «δίνω», «βγάζω», σπανιώτατα «σκάω φήλινγκ». Πιο ιδιότροπη και τώρα πιο διαδεδομένη η χρήση ως περιγραφή του γενικού κλίματος και συναισθήματος που αποπνέει ένας μέρος και μια κατάσταση.

Ακόμα πιο ιδιότροπη η χρήση του ως περιγραφή της «αύρας» ενός ατόμου (βλ. παράδειγμα).

- Τι λέει ο καινούργιος συνάδελφος; - Καλά με τον καΐλα δε βγάζεις άκρη... Τον έχωσα λίγο να βοηθήσει στο πατάρι και άρχισε και μου λέγε «Αδερφέ, το φήλινγκ σου, την αλήθεια σου να μη χάσεις, αυτό έχει σημασία». Τα πιάσαμε τα λεφτά μας λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μυτιά, δηλαδή η εισπνοή κοκαΐνης από την μύτη. Μπορεί και να δηλώσει meeting μυτάκηδων.

  1. Θέλω να μας διαφωτίσεις για τις φρίμπες (πόσο «καίνε» συγκριτικά με τα άλλα, ποιές οι διαφορές με το μύτινγκ, κτλ). Με το κο δεν τα πάω καλά, αλλά οι φρι είναι γαμάτες, απλά δεν φαίνεται να μπορείς να κάνεις και πολλά υπό την επήρρεια... Ή μπορείς;
    (Διερωτήσεις σε βλόγιον).

  2. Όχι στο μύτινγκ, όχι στα σκληρά!
    (Κείθε).

(από Khan, 09/04/14)(από Khan, 01/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified