Further tags

Το μπαρ ή μαγαζί όπου γίνονται τζιβιτζιλίκια, δηλαδή φασώματα κυρίως (αλλά όχι οπωσδήποτε αποκλειστικά) μεταξύ γυναικών τζιβιτζιλούδων, με άλλα λόγια το λεσβιάδικο, το λεσβιόμπαρο.

Τζιβιτζιλάδικα, μπορντέλα, στριπτιτζάδικα και λοιπά καταγώγια αλλά και πτυχιούχοι που τους κέρδισε το σανίδι πάνω στο οποίο προσπαθούσαν να τελειοποιήσουν την απόδοση του οργασμού για να την προσφέρουν σε ένα κοινό αποτελούμενο. (Από το Χ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το φιλικό προς λεσβίες μπαρ, το λεσβιάδικο ή τζιβιτζιλάδικο.

Η ανάγκη να διερευνήσω περαιτέρω τη λεσβιακή ζωή στα μαγαζιά νυχτερινής διασκέδασης, στα μπαρ, στα «γυναικεία μαγαζιά», στα «λεσβιόμπαρα», ή και «λεσβιάδικα», προέκυψε αρχικά από τις επαναλαμβανόμενες αναφορές σε αυτά από τις συνομιλήτριες. Είτε με υποτίμηση και απαξίωση, είτε ως κομμάτι της καθημερινότητας και της νυχτερινής διασκέδασης, είτε και τα δύο μαζί, τα νυχτερινά μαγαζιά στα οποία συχνάζουν λεσβίες είναι παρόντα σε όλες τις αφηγήσεις. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 97).

Got a better definition? Add it!

Published

Η αρχοντική υψηλού κοινωνικού επιπέδου λεσβία. Σύγκρινε με αρχοντομούνα, αρχοντόπουστα.

  1. Οι αρχοντολεσβίες ακούγαν ελληνικά της Πρωτοψάλτη. Εγώ δεν είχα ακούσε ποτέ ελληνικά μέχρι εκείνη τη στιγμή. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 118).
  2. Ελληνίδα χοντρή με τατουάζ, βυζάρες, κωλάρα, κυτταρίτιδα με ξυρισμένο το μαλλί στο πλαι (το κάνουν έτσι οι αρχοντολεσβίες). (Από το Μπου).
  3. αρχοντολεσβια πρεπει να ειναι αυτη. ηταν και στο τραξιον του μεγκα ολο με μηχανες και αυτοκινητα ασχολιοταν. (Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, η μπουτς ή νταλίκα ή τζίβα ή άντρας. Παλαιακό.

Το παλικάρι βασίλισσα το έχει το γυναικάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Από τη λέξη της Ρομανί mindž, που σημαίνει το αιδοίο, είναι έκφραση των καλιαρντών για τη γυναίκα, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και για τη λεσβία που έχει στερεοτυπικά θηλυκά χαρακτηριστικά, που είναι φαμ ή γυναικάκι. Ο αντίθετος αρρενωπός ρόλος λέγεται τζίβα ή μπουτς ή νταλίκα.

Δεν είναι "ομόφυλο" ζευγάρι, είναι τζίβα και μούντζα. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 46).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο/η ομοφυλόφιλος/η που έχει τον στερεοτυπικά παθητικό ρόλο σε μια σχέση.

  1. Η αδερφή είναι αδερφή, είναι παθητικουρα και συμπεριφέρεται ως γυναίκα. (Εδώ)
  2. Όταν της ανέφερα τις old school butches απάντησε «καλή παθητικούρα είσαι κι εσύ». Δεδομένου ότι μια old school butch, στο μυαλό και των δυο μας, μεταφράστηκε ως μια αρκετά ανδροπρεπής λεσβία και εγώ, όπως και η Δανάη, εμφανιζόμαστε και αυτοπροσδιοριζόμαστε ως θηλυκές, η αρρενωπότητα φάνηκε να σημαίνει την ενεργητικότητα, σε αντίθεση με την παθητική θηλυκότητα. Αλλά σε τι συνίσταται αυτή η δυναμική; Τι σημαίνει δηλαδή ενεργητικότητα και τι παθητικότητα; Ο τρόπος με τον οποίο φλερτάρω ή με φλερτάρουνε είναι αμιγώς γυναικείος, ο ρόλος μου στο κρεβάτι είναι πιο παθητικός, στο 70-80%, ανάλογα με το άτομο βέβαια. (Δανάη, 29 χρονών) Δεν ξέρω αν ήταν και ενστικτωδώς, δεν το ‘χουμε κουβεντιάσει ποτέ, ξέρεις, υπήρχε το αρχικό ότι η μπουτς είναι έτσι και είναι πιο δραστήρια πιο aggressive, πιο ενεργητική, πιο τέτοια και η φαμ είναι που κάθεται. (Σόνια, 48 χρονών) Οι πιο πολλές φίλες μου, από λεσβίες, είναι ενεργητικές, που θέλουν να παίρνουν την πρωτοβουλία αυτές και γνωρίζουνε και λίγο κοριτσάκια που τους αρέσει η απόλαυση. Υπάρχουν και κοριτσάκια που αφήνονται, δεν είναι τόσο πολύ ενεργητικά, όχι ότι δεν συμμετέχουν στο σεξ, απλά είναι πιο θηλυκά, που θέλεις να τα ικανοποιήσεις και ίσως και αυτό κάνει τελικά τον ενεργητικό, ότι η ηδονή του είναι πιο μεγάλη αν ικανοποιήσει από το να ικανοποιηθεί. (Ελένη, 29 χρονών). (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 67-68).

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Από το αγγλικό dyke που ετυμολογείται πιθανόν από το bull-dyke και μαρτυρείται από το 1921.

Ούτε τις ντάικ είχα, δηλαδή έπρεπε να έχω νταραβεριστεί; Φασωθεί, αν έχω φασωθεί με ντάικς, ε με κάνα δυο. Αποτυχημένα. Είναι σαν να είμαι εγώ. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 65).

Got a better definition? Add it!

Published

Σε προέκταση των άλλων ορισμών είναι η λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπό ρόλο, η νταλίκα ή μπουτς ή τζίβα.

Βασίλισσα το έχει το γυναικάκι ο λαχαναγορίτης.

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς η νταλίκα, δηλαδή η λεσβία που έχει ρόλο με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Είναι σχετικά παλαιακό.

Βασίλισσα το έχει το γυναικάκι ο νταλικιέρης.

Got a better definition? Add it!

Published

Απόδοση στα ελληνικά του όρου μπουτς που σημαίνει τη λεσβία που έχει ρόλο με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά. Κυριότερα συνώνυμα: νταλίκα, τζίβα. Η έκφραση είναι παλαιακή.

Βασίλισσα το έχει το γυναικάκι ο χασάπακλας.

Got a better definition? Add it!

Published