Βρισιά με την οποία εννοούμε ότι το γαμήσι που ρίχνουμε σε κάποιον είναι τόσο παρατεταμένο, ώστε είναι σαν να του/της βάζουμε τον πούτσο μας και να τον αφήνουμε να μουλιάζει.

Και όπως έπεφτε η νυχτιά σε χάιδευε τ' αγιάζι,
τον πούτσο μου στο κώλο σου, έβαζα να μουλιάζει.

(Στίχος των Μετάληρα απ' το «Τον κώλο σου γάμαγα»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O προικισμένος και με πολλές αντοχές στο κρεβάτι ανήρ. Προέρχεται από την παιδική σειρά «Thundercats» που παρουσίαζε αιλουροειδείς υπερήρωες να μάχονται τις δυνάμεις του κακού.

Όλα τα λεφτά ήταν το σπαθί του αρχηγού Λάηο, το οποίο ξεκινούσε ως συνεσταλμένο εγχειρίδιο και διαστελλόταν σταδιακά μέχρι να γίνει μια σπαθάρα να!, μετά συγχωρήσεως, στους ρυθμούς της πολεμικής ιαχής: «Thunder! (Πρώτη δειλή στύση). Thunder! (Έχει στο μεταξύ θεριέψει). Thundercat! (Σπαθάρα να!!!) OOOOOOh! (Η τελική οργασμική ιαχή)».

Έτσι ενώ οι μικρότεροι των πρώτων τάξεων του Δημοτικού το φώναζαν ανυποψίαστοι, όπως προφανώς και οι εμπνευσμένοι συντελεστές της μαρβελιάς (εκτός κι αν ήθελαν να προσφέρουν μια πρώτη εξοικείωση με σεξουαλική διαπαιδαγώγηση), οι λίγο μεγαλύτεροι (τελευταίες τάξεις Δημοτικού) χρησιμοποιούσαν την ιαχή «Θάντερκατ» ως συνώνυμο της στύσης και του γαμησιού.

Γι' αυτό και από τις παιδικές μας αναμνήσεις έχει μείνει η έκφραση Θάντερκατ να σημαίνει τον ντούρο και ντούρασελ.

Ασίστ: Σάσα.

«Θάντερ! Θάντερ! Θάντερκατ! Οοοοοοοο!», φώναζε ο Πέρι στον Πιερ εκεί στην ζούγκλα με τα λιοντάρια και τους αίλουρους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified