Έτσι λέγανε λόγω χρώματος, τους κατασκευασθέντες στην πάλαι ποτέ Ανατολική Γερμανία συρμούς του Ηλεκτρικού LEW type GI. Η ετυμολογία προέρχεται αν μη τι άλλο από το γνωστό ωδικό πτηνό που με τη σειρά του ετυμολογείται από το λατινικό canariae που προέρχεται από το λατινικό canis που σημαίνει σκύλος.

Οι όμορφοι αστραφτεροί κίτρινοι LEW type GΙ παραδόθηκαν στον ΗΣΑΠ την περίοδο 1981-1984 και μεταξύ 1984-1985 επιστράφηκαν στο σύνολο τους στο μετρό του Ανατολικού Βερολίνου. Οι LEW type GI που πέρασαν από τον Ηλεκτρικό, μετά από χρόνια χρήσης στο μετρό του Βερολίνου στάλθηκαν τελικά (εξορία ;;;) στη Βόρεια Κορέα για χρήση στο μετρό της Πιονγιάνγκ. Οι Γερμανοί τους έλεγαν Gisela.

-Ωραία είναι τα καναρίνια.

-Ναι, είναι πολύ όμορφα πουλάκια!

-Ό,τι να 'ναι... για τους συρμούς του Ηλεκτρικού μιλάω.

Καναρίνι σε διάφορες φάσεις της ζωής του.

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λέγονται τα κατασκευασμένα στη πόλη Arad της Ρουμανίας βαγόνια του ΟΣΕ, λόγω του χρώματος του εσωτερικού τους που θυμίζει έντονα οδοντιατρείο...

Πρόκειται για παλαιότερο μοντέλο βαγονιού που το πιθανότερο είναι ότι δεν είναι πλέον σε χρήση (Μάης 2016).

Πέντε οδοντιατρεία, μία κλινάμαξα και ένα εστιατόριο έλκουν οι ALCO. διάφορα οδοντιατρεία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ουγγρικής κατασκευής υδραυλική ντιζελάμαξα GANZ-MAVAG A250.

Για την Ιστορία, ήταν από τις ελάχιστες περιπτώσεις που οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι προμηθεύτηκαν υλικό από υφιστάμενο έτοιμο τύπο (M41 των Ουγγρικών Σιδηροδρόμων) και όχι κατόπιν ειδικής παραγγελίας με βάση ειδικές προδιαγραφές. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί ακόμα μια περίπτωση ελληνικού τροχαίου υλικού που απαξιώθηκε και αποσύρθηκε πρόωρα. Τα 11 ντιζελοϋδραυλικά «κοντογούρουνα» τύπου Β'Β'dh, με ισχύ 1800 ίππων, αγοράστηκαν από τον ΟΣΕ το 1983, και κυκλοφόρησαν με την αρίθμηση Α251-Α261, ενώ μέχρι το 2001 είχαν δυστυχώς αποσυρθεί όλα, πριν δηλαδή προλάβουν να συμπληρώσουν καν είκοσι χρόνια κυκλοφορίας...!

- Τι μηχανή έχει αυτό το τραίνο που περνάει ρουμάνα;
- Κοντογούρουνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράφει κινητήρες πετρελαίου που κροταλίζουν περισσότερο από το κανονικό. Ενδεικτικό είτε αρρύθμιστου κινητήρα, είτε σοβαρότερης βλάβης.

Έχει να κάνει με τον τενεκεδένιο ήχο που κάνει το καπάκι στις φθηνές παλαιές κατσαρόλες, όταν αυτό χτυπάει επάνω της όταν βράζει το νερό / φαγητό.


Ο ίδιος όρος επίσης χρησιμοποιείται και για τα «απρόσωπα» αυτοκίνητα, δηλαδή εκείνα που έχουν φτιαχτεί κυρίως για να εξυπηρετούν απλώς τις ανάγκες μεταφοράς από ένα σημείο στο άλλο και όχι για, ή και για οδηγική απόλαυση.

Έχει να κάνει με το ότι μία κατσαρόλα είναι ένα απλό χρηστικό αντικείμενο που υπάρχει απλά και μόνον για να κάνει την δουλειά του και όχι για να προσφέρει διασκέδαση, απόλαυση ή χαρά (το φαγητό που μαγειρεύεται μέσα στην κατσαρόλα είναι άλλη ιστορία βέβαια...).

  1. Σαν κατσαρόλα ακούγεται το μοτέρ σου...

  2. Αυτό το αυτοκίνητο δεν έχει «ψυχή», σκέτη κατσαρόλα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Κωλοτρυπίδα, σούφρα, ροδέλα, σφιγκτήρας.

β. Η σφιχτή συγκεκριμένα κωλοτρυπίδα που ανοίγει δύσκολα.

Προέλευση:

Αναφέρεται στην ομοιότητα της πρωκτικής οπής με την αστεροειδή (συνήθως) ροδέλα τύπου γκρόβερ που δεν αφήνει τη βίδα να ξεσφίξει.

- Σώπα ρε μπήχτη, βρήκες κιόλας πίσω πόρτα;
- Μαλάκα μου, η γκόμενα είχε ένα γκρόβερ άλλο πράμα. Μου τον έπιασε απ' το λαιμό και κόντεψε να μου τον πνίξει.

(από leouras, 15/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified