Yπερβολικά κουρασμένος, λιωμένος από αλκοόλ ή ναρκωτικά.
«Mαλάκες είμαι χέσμα, δε θα βγω σήμερα»
Got a better definition? Add it!
Published 2009-04-02 20:41:02+00:00 Last modified 2015-05-26 13:50:13+00:00
Άνθρωπος ζαλισμένος ή μεθυσμένος από την κατανάλωση αλκοόλ ή την χρήση ελαφρών ναρκωτικών. Αφορά όμως κυρίως στη χρήση του ναργιλέ.
Πώπω αδερφέ μου! Εχτές στον τεκέ του Τάσου γίναμε όλοι μανουάλια απ' το μπάφο.
Δες και λιάρδα.
Published 2010-03-17 11:52:49+00:00 Last modified 2015-05-26 08:37:15+00:00
Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
Συντόμευση της καβάντζας, βλ. καβάντζα.
Μωρό μου έχω πιει μια κάβα, μόνο εσύ λείπεις.
- Με τη Γιάννα τι έγινε τελικά; - Τίποτα, την έχω για κάβα τώρα.
Published 2008-11-24 11:26:05+00:00 Last modified 2015-05-30 21:12:07+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.