Θα βρέξει (ναυτικό): Απειλή παλιών στα πολεμικά πλοία, ότι αν δεν συμμορφωθεί ο blind john με τις εντολές τους, κατά τη νυχτερινή του κατάκλιση θα φάει στη μάπα σακκούλα/δοχείο με ακαθαρσίες, απόνερα από τα κύτη, λάδια μηχανής κ.α. (από ''αγνώστους'').

Συνήθως, ο νέωψ, ούτε που καταλαβαίνει το περιεχόμενο της απειλής, μέχρι να πραγματοποιηθεί.

Σε περίπτωση που παρίσταται μεμυημένος (και ρουφιάνος) ναύτης ή βαθμοφόρος, ο λαίουρας δεν λέει τίποτα και κάνει κρυφά την ταυτόσημη χειρονομία με τα δυο χέρια ψηλά, με τους καρπούς κρεμασμένους προς τα κάτω, εν είδει βροχής.

Δε γουστάρεις να κάνεις την αγγαρεία σου εεε; Καλάααα. Το βράδυ θα βρέξει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του αρχιεπιστολέα, συνήθως υψηλόβαθμου (αρχιπλοιάρχου, ναυαρχούκου κτλ) προϊσταμένου κεντρικής υπηρεσίας του ναυτικού.
Σλανγκιά του πολεμικού ναυτικού.

Τί θα γίνει ; Θα υπογράψει ο αρχιπιστολέρο να πούμε, ν' απολυθούμε καμιά φορά ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσατσοπαγίδα: Η φαινομενικά βυσματική θέση, που εποφθαλμιούν όλοι, αλλά τελικά αν δεν έχεις inside information από κανά πιλάφι, για το τί παίζει, τρως τρελό μπαλάκι (χώρια που υποχρεώνεσαι κιόλας και δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα πλέον διότι χρησιμοποίησες τη βοήθεια του κοινού).

-Πού είσαι τώρα ρε ;
-Άσε πήγα Γ.Ε.Ν., πίκρα...
-Ουου κωλόβυσμα!
-Τι κωλόβυσμα ρε μαλάκα! Έχω πήξει στη 12-4 όρθιος στην πύλη κι έχω ένα σωρό μεγαλοπίλαφα πάνω απ' το κεφάλι μου! Έχω κουλαθεί στη χαιρετούρα. Την πάτησα, τσατσοπαγίδα οι μεγάλες πόρτες φίλοστ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσατσόχαρτο: Εξοδόχαρτο στο Ναυτικό.

(Ναυτονόμος πύλης):
-Για να βλέπω τσατσόχαρτα...
(Στραβόγιαννος):
-Τί 'ναι αυτό;
-Μάγκες, χωρίς τσατσόχαρτο βγαίνουν μόνο αυτοί απ' τα πλοία, με εντολή κυβερνήτη. Εσείς είστε από ΔΝΟ. Πίσω ολοταχώς!
-Φτου! Και κάναμε τόσο δρόμο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακαρᾶςμπαστέκα ἤ (ἐπίσημη ὀνομασία) τρόχιλος εἶναι μιὰ μηχανικὴ κατασκευὴ ποὺ χρησιμοποιεῖται, σἐ συνδυασμὸ μὲ σκοινιὰ, γιὰ τὴν ανύψωση βαρῶν. Μποροῦμε νὰ συνδυάσουμε δύο ἤ περισσότερους γιὰ νὰ φτιάξουμε τὸ παλάγκοσύσπαστο καὶ νὰ πετύχουμε τὸν ὑποπολλαπλασισμὸ τῆς δύναμης ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἀνύψωση ἑνὸς φορτίου. Ὁ μακαρᾶς εἶναι ξύλινος, ἐνῶ ἡ μπαστέκα μεταλλικὴ. ἐδῶ

ΜΑΚΑΡΑΣ ΜΠΑΣΤΕΚΑ

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

μακαρὰς < τουρκ. makara < ἀραβ. بكرة (bakara). ἐδῶ

μπαστέκα: πιθανὴ ἐτυμολογία γαλλ. pasteque (καρποῦζι), ἴσως ἐπειδὴ τὸ σχῆμα της μοιάζει μὲ καρποῦζι.

Πολὺ βαρὺ τὸ φορτίο κι ἔτρεμε ἡ καρδιὰ μου μόλις τὸ σηκώσαμε μὲ τὸ παλάγκο. Ἤτανε βλέπεις παλιοὶ οἱ μακαρᾶδες καὶ φοβὸμουνα πὼς δὲ θ' ἀντέχανε.

Μὲ κατεβάσανε ἀπὸ τὸ καράβι μὲ τὸ βίντζι, μέσα στὴ βάρκα. Κι ὅπως ἤτανε ἀτζαμῆδες, ἀφήσανε ἀπὸτομα τὸ σκοινὶ, ἡ βάρκα κοπάνισε μὲ δύναμη στὴ θάλασσα κι ἐμένα μοῦρθε ἡ μπαστέκα στὸ κεφάλι.

βίντζι: μικρὸς γερανὸς

(Τὸ δεύτερο παράδειγμα ἀπὸ ἀφήγηση φίλου μου ποὺ ὑπηρέτησε σὲ ἀντιτορπιλικὸ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἐργασιομανὴς.

Τὸ εἶχα ἀκούσει στὸ Πολεμικὸ Ναυτικὸ ὅταν ὑπηρετοῦσα πρὶν ἀπὸ καμιὰ σαρανταριὰ χρόνια. Χαρακτηρισμὸς ποὺ δινὸταν σὲ ἀξιωματικοὺς μὲ ὑπεύθυνες θέσεις (κυβερνῆτες, ὑπάρχους, διοικητὲς κλπ).

Ὑπῆρχαν δυὸ κατηγορίες: Οἱ "τῆς οὐσίας" καὶ οὶ "τοῦ θεαθῆναι".

Οἱ πρῶτοι ἤθελαν νὰ γίνονται σωστὰ τὰ πράγματα γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς μονάδας/πλοίου/ὑπηρεσίας τους, φροντίζοντας καὶ τὸ προσωπικὸ. Οἱ δεύτεροι καταγίνονταν σὲ ἄχρηστες καὶ κάποιες φορὲς παράλογες ἀγγαρεῖες γιὰ νὰ δείχνουν ὅτι "δουλεύει τὸ σύστημα".

Ὁ ὕπαρχος εῖναι μπαρμπαδουλειὰς. Ὅσο ἤμασταν στὴ δεξαμενὴ τὸ κάναμε καινούργιο τὸ καράβι. Μετὰ ὅμως μᾶς ἔδωσε ἀπὸ δέκα μέρες ἄδεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο Πολεμικό Ναυτικό, κάθε βάρδια (είτε καραβίσια είτε στεριανή) έχει τον αρχηγό της, τον λεγόμενο Αξιωματικό Φυλακής (Α.Φ.). Εκ των αρχικών του, υποβιβάζεται ή προβιβάζεται σε αλφαφής και ενίοτε περιπαικτικώς αλφαφίξ (μεικτομπύρεια ή αστερίκεια παραπομπή;). Απαντάται και ο πληθυντικός αλφαφήδες.

Εφοδεύων: Να πεις στους αλφαφήδες να έχουν το νου τους γιατί μπορεί να περάσει ο Επόπτης αργότερα! Αφοδεύων: Ναι (τρέχοντας).

Got a better definition? Add it!

Published

Στο ΠΝ (που θέλει υπομονή) υπόλογος σε κάποιον για κάτι (υπόλογος ασυρμάτου, υπόλογος μηχανής, υπόλογος ΗΝ/ΣΝ και άλλα πολλά) λίγο πολύ είναι οποιοσδήποτε υπαξιωματικός από κελευστή και πάνω, καθώς και οι ανθύπες. Έτσι, η λέξη χάνει λίγο πολύ το νόημά της, αφού οι μεν ναυτοδίοποι καλούν τους κελευστές υπολόγους, οι τελευταίοι τους επικελευστές και πάει λέγοντας. Τυπικά, οι ανώτεροι ανθυπασπιστές και αρχικελευστές συνήθως είναι υπόλογοι και οι επικελευστές και κελευστές βοηθοί υπολόγων, αλλά και αυτό παίζει από υπηρεσία σε υπηρεσία.

Έτσι, με το πολύ το κυρελέισιον (και ό,τι τελειώνει σε έισιον), ο υπόλογος αντικαθιστά, κατά περίπτωση, άλλες κλασικές προσφωνήσεις, όπως μαλάκας, μάγκας, κ.α. Ενίοτε λέγεται και περιπαικτικά από ανώτερο (συνήθως ανθυπασπιστή) σε κατώτερο (κελευστή, δίοπο, ναύτη).

- Άντε ρε υπόλογε, μία ώρα να σκουπίσεις έναν διαδρομάκο. Τελείωνε!

Επίσης

- Πού'σαι ρε υπόλογε να πούμε, τι κάνεις; όλα καλά;

- Καλά μωρέ, δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published

Αργκό του Π.Ν. για το ναρκαλιευτικό. Κάθε ΕΠ.ΟΠ. που σέβεται τον εαυτό του έχει και μια οριακά πιστευτή ιστορία να αραδιάσει από τις σκληρές πλην αθώες εποχές στα ναρκάλια.

- Εμ βέβαια, εσύ ήσουν στο Ν.Ν.Π. μια ζωή, δεν έχεις φάει το ναρκάλι με το κουτάλι, μη μιλάς, άντε μπράβο.

- Ό,τι γουστάρω θα κάνω!

Got a better definition? Add it!

Published

Το παλάγκο είναι ένας μηχανισμός με τροχαλίες που χρησιμοποιείται στα πλοία για φορτοεκφορτώσεις σύμφωνα με τη βικιπαίδεια. Η λέξη αναφέρεται στο μηχανισμό που μπαίνει η αλυσίδα, αλλά και γενικότερα στο όλο σύστημα που βρίσκεται στα περισσότερα πλοία του Π.Ν. για την εύκολη τοποθέτηση της βοηθητικής βάρκας στο νερό.

παλάγκοπαλάγκο παλάγκο σε πλοίο

Πιθανώς λόγω του τρόπου που περνά η αλυσίδα μέσα από την τροχαλία ούτως ώστε να μπορεί να μπορεί εύκολα να σηκωθεί πολύ βάρος, προκύπτει το ρήμα παλαγκώνω το οποίο είναι το ακριβές αντίστοιχο του χώνω του Ε.Σ., όπου κάποιος ανώτερος ρίχνει κάποιο μπαλάκι σε κάποιον κατώτερο.

- Πού πας ρε στραβόγιαννο φορτωμένος με όλα αυτά;

- Άσε, με παλάγκωσε ο σημαιοφόρος πάλι με κάτι μπαλάκια του Γ.Κ.

Got a better definition? Add it!

Published