Ανεπίσημη μονάδα μέτρησης χωροχρόνου, την οποία οι φυσικοί όλου του κόσμου, αρνούνται να αναγνωρίσουν. Άσε που με την αντικαπνιστική εκστρατεία θα περάσει και αυτή η μονάδα μέτρησης στην αχρηστία όπως η οκά. Οι ξενέρωτοι επιστήμονες, ακόμα και τα νανοσεκόντ αναγνώρισαν, αλλά αγνοούν επιδεικτικά την εφευρετικότητα του νεοέλληνα, ο οποίος ως ακαμάτης, είναι και εφευρέτης.

Διότι, όπως είπε και ο Αϊνστάιν, ο χρόνος είναι σχετικός. Αν περνάμε καλά (π.χ. η πρώτη φορά που συνευρεθήκαμε με τη γυναίκα μας) περνάει πιο γρήγορα, σε αντίθετη περίπτωση (π.χ. την χιλιοστή φορά που συνευρεθήκαμε με τη γυναίκα μας) δεν περνάει με τίποτα.

Απλουστεύοντάς το, ο νεοέλλην καπνιστής, κατάφερε να καταβαραθρώσει τη σχετικότητα και να σταθεροποιήσει τον χωροχρόνο, σπάζοντάς τον σε τσιγάρα. Η βασική μονάδα μέτρησης είναι το ένα τσιγάρο (όχι στριφτό, όχι κατοστάρι, όχι μπάφο) η οποία έχει τις ακόλουθες υποδιαιρέσεις:

  • μια τζούρα δρόμος (5sec), εδώ δίπλα
  • δύο τζούρες δρόμος (10sec), εδώ παραδίπλα
  • μισό τσιγάρο δρόμος (2min), στα 100 μέτρα

    Και για μεγάλα χρονικά διαστήματα χρησιμοποιούμε:

  • δύο τσιγάρα δρόμος (30 min), Αγ. Παρασκευή-Κέντρο μέσω Καισαριανής

  • τρία τσιγάρα δρόμος (59 min), πολύ ώρα και μακρυά ή αλλιώς ξέχνα το.

    Οι χωροχρονικές αποστάσεις αυτές μετρήθηκαν με αυτοκίνητο μεσαίου κυβισμού και λαμβάνοντας υπόψιν και μικροκαθυστερήσεις που οφείλονται σε αστάθμητους παράγοντες (μούντζες σε άλλους οδηγούς, μπινελίκια σε πεζούς και ντελιβεράδες που δεν βλέπουν το αυτοκίνητο και κάνουν σαν να τους ανήκει ο δρόμος, άδειασμα τάσου σου στην άσφαλτο προ εκκινήσεως κ.λ.π.).

σ.ς. Καλό είναι, κάθε φορά που βγαίνετε εξωτερικό, να προμηθεύεστε το πινακάκι με τις αντιστοιχίες σε sec (ΕΛΠΑ). Οι ξένοι δεν χρησιμοποιούν όπως είπαμε (λόγω κομπλεξισμού, και παγκόσμιας αντιελληνικής συνωμοσίας, βλέπε Λιακόπουλο, Πλεύρη, και τώρα τελευταία Χαρδαβέλλα), την καθαρά ελληνική, μονάδα τσιγαρομέτρησης.

Μπάρμπας, με Renault 5, σταματάει δεξιά στη Σόλωνος, αδιαφορώντας για τους οδηγούς που ακολουθούν, και ρωτάει μακρυμάλλη φρίκουλα φοιτητή, με κιθάρα στον ώμο:
- Δε μου λες κοπέλλα μου, με τι τρόπο θα βγω στη Κάνιγγος;
- Άκου μπάρμπα, τράβα ευθεία, και θα σε βγάλει ο δρόμος.
- Και δε μου λες, είναι μακριά;
- Α μπα, μισό τσιγάρο δρόμος...
- (γυρίζοντας στη δικιά του) Είδες φωνή η κοπέλλα, φαντάσου πόσα τσιγάρα καπνίζει!

(από electron, 07/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

All time classic μαθητική σλανγκ. Το ανεπίσημο καπνιστήριο κάθε σχολείου, όπου οι θεριακλήδες teenagers μπορούσαν να παραδοθούν ανενόχλητοι στο πάθος τους, μακριά απ' τα μάτια των καθηγητών.

Απαραίτητη γλωσσική παρατήρηση: Απαντάται και ως ουδέτερο (ΤΟ τζούρα-κλαμπ) αλλά κυρίως ως θηλυκού γένους (Η τζούρα-κλαμπ), κόντρα σε κάθε γραμματική ορθοδοξία.

Συνήθως τοποθετείται στις τουαλέτες του σχολείου, ή πλησίον αυτών. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να βρίσκεται και σε κάποιο εγκαταλελειμμένο υπόγειο ή σε κάποια απόμερη γωνιά του προαυλίου, ανάλογα πάντα με τη χωροταξία κάθε σχολικού συγκροτήματος. Εννοείται πως η τζούρα-κλαμπ δεν ταυτίζεται με το χώρο που την φιλοξενεί, όντας πάνω απ' όλα η ζωντανή κοινότητα των παιδιών που την συναποτελούν.

Η ύπαρξη της τζούρα-κλαμπ είχε - και έχει - εθιμικό χαρακτήρα για τα περισσότερα Γυμνάσια ή Λύκεια. Και το έθιμο συνιστά πηγή Δικαίου, μας υπενθυμίζει ο Αστικός μας Κώδικας. Η τζούρα-κλαμπ περιλαμβάνεται στα Ιερά και Όσια του μαθητικού βίου, μια κατάκτηση του μαθητικού κινήματος, ένα άγραφο Κείμενο που κανείς δεν τολμά να θίξει. Τώρα τελευταία, το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί και σε ορισμένα Πρωτοβάθμια σχολεία (Δημοτικά), κάτι που στην εποχή του γράφοντος ήταν ακόμη αδιανόητο.

Η τζούρα-κλαμπ επιτελεί λίαν σημαντικές λειτουργίες εντός του δομημένου όλου που αποτελεί το σχολείο, όπως θα μας έλεγε ένας κοινωνικός ανθρωπολόγος. Συμβάλλει καταρχήν στην εκτόνωση εντάσεων και άλλων προστριβών που δημιουργεί ο καταναγκασμός της διδασκαλίας. Μια ελευθεριακή νησίδα, μια όαση σωτήριας παραβατικότητας μέσα σ' ένα αυταρχικό και αρτηριοσκληρωτικό περιβάλλον. Ως χώρος εστίασης ανταγωνιστικός της αίθουσας διδασκαλίας, προσφέρει πολύτιμη βιοτική πείρα, που κανένα βιβλίο δεν είναι σε θέση να μεταδώσει. Προωθεί την κοινωνική συναναστροφή και την κοινωνική μάθηση (Χονδρικά, σύμφωνα με τη θεωρία του συμπεριφοριστή ψυχολόγου Albert Bandura: «κάνε ότι κάνω», δλδ «καπνίζω, κάπνισε κι εσύ, μπορείς!»).

Φαινομενικά, το κλαμπ ανταγωνίζεται το «επίσημο» σχολείο και τις προβλεπόμενες δραστηριότητες που εκείνο οργανώνει (διδασκαλία, εκπαιδευτικές εκδρομές, συμμετοχές σε παρελάσεις και παράτες κλπ). Φαίνεται να υποσκάπτει τα αξιακά θεμέλια στα οποία βασίζεται το ένδοξο ελληνικό σχολειό: στείρα απομνημόνευση διδακτικής ύλης, τυφλή υποταγή σε καθηγητάδες, παντελής έλλειψη πρωτοβουλίας και αυτενέργειας.

Κι όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Η τζούρα-κλαμπ τελεί σε μια συμπληρωματική σχέση συνεχούς αλληλεπίδρασης με το «επίσημο» σχολείο, μια σχέση διαλεκτική. Η «θέση» του σχολείου και η «αντίθεση» που εκπροσωπεί το κλαμπ, απολήγουν σε μια «σύνθεση», μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που συνδυάζει την βιβλιακή γνώση με την κοινωνική μόρφωση. Ή τουλάστιχον έτσι θα έπρεπε να είναι.

Διότι, σε αρκετές περιπτώσεις, η τζούρα-κλαμπ λειτουργεί εν απομονώσει, περιχαρακωμένος χώρος, ένα περιθώριο που ελάχιστα επικοινωνεί με το «επίσημο» σχολείο. Γίνεται καταφύγιο για τα καλύτερα φιντάνια, τους πλέον αποτυχημένους, τους πλέον κατεστραμμένους «μαθητές», αυτούς που έχουν «μείνει» δεκάδες φορές στην ίδια τάξη και κοντεύουν να πάρουν σύνταξη όντας ακόμα στην Α' Λυκείου. Οι «φυσιολογικοί» μαθητές ψιλοχέζονται να πλησιάσουν, μήπως και εισπράξουν καμιά αδέσποτη φάπα απ' τους μαγκιόρους, ημιβάρβαρους ενοικούντες την τζούρα-κλαμπ.

Την ζοφερή εικόνα συμπληρώνουν οι διαβόητοι «εξωσχολικοί»: Συλλογικοί δαίμονες μιας μικροαστικής κοινωνίας (όπως παλαιότερα οι Εβραίοι, οι λεπροί, οι ομοφυλόφιλοι και άλλοι «παρεκκλίνοντες»), καταγγέλλονται με πάθος από τη θείτσα νοικοκυρά, τον καρμίρη μικροέμπορα, τον συνταξιούχο ψηφοφόρο του ΛΑΟΣ: «αυτοί οι αλήτες σπρώχνουν τα παιδιά μας στα ναρκωτικά», «αυτοί οι ανεπρόκοποι φταίνε για το κατάντημα της πατρίδας» και άλλα όμορφα.

Όπως και κάθε ελευθεριακός, κοινωνικοποιημένος και αυτορρυθμιζόμενος χώρος (βλ. καταλήψεις), η τζούρα-κλαμπ λειτουργεί υπό τη δαμόκλειο σπάθη της έξωθεν επέμβασης και καταστολής. Kατά καιρούς γίνονται κάποια ντου από και καλά αγανακτισμένους καθηγητές, που και καλά έχουν βγει απ' τα ρούχα τους «μ' αυτά που συμβαίνουν εδωπέρα», πάντα έτοιμους να σου ζαλίσουν τον έρωτα με το κλασικό κήρυγμα. Κι όταν λέμε πως μας ζάλιζαν τον έρωτα, το εννοούμε κυριολεχτικά, αφού στη τζούρα-κλαμπ πλέκονται ειδύλλια, πέφτουν τρελά μπαλαμουτιάσματα, χαμουρέματα και γενικώς φασώματα, μέσα σ' ένα κλίμα περιρρέοντος οτινανισμού...

Τέλος, να πούμε πως η έκφραση γνωρίζει νέες πιένες σήμερα, την εποχή της Καπνοαπαγόρευσης, όπου παρατηρείται διεύρυνση του σημασιολογικού της πεδίου: εκτός από το κλασικό σχολικό καπνιστήριο, «τζούρα-κλαμπ» λέμε ειρωνικά, τον ειδικό χώρο για καπνίζοντες που έχει προβλεφθεί σε κάθε εργασιακή μονάδα. Πρόκειται κατά κανόνα για χώρο περιορισμένων διαστάσεων, κανονική τρύπα, ανήλιαγο, καταθλιπτικό, εύγλωττη εξεικόνιση του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης που βιώνουν οι nicotine-freaks.

  1. - Mαλάκα θα μπεις Μαθηματικά την επόμενη ώρα;
    - Όχι ρε φίλε, ψήνεται κατάσταση με τη Λίνα και με περιμένει στη τζούρα-κλαμπ.

  2. - Μας τα 'πρηξε αυτή η μαλάκω η αγγλικού τόση ώρα, πάω τζούρα-κλαμπ να κάνω ένα τσιγάρο να έρθω στα ίσα μου.

  3. - Καλά ρε συ, καπνίζεις μες την τάξη, σε ώρα διαλείμματος; Πώς την έχεις δει, τζούρα-κλαμπ κι έτσι; Τραβήξου στις τουαλέτες αν είναι...
    - Δεν πα να δεις αν έρχομαι, σκατόφλωρε, σπασίκλα;

  4. Η σχετικά ελαστική εφαρμογή των μέτρων της Καπνοαπαγόρευσης, αφήνει το περιθώριο για τη δημιουργία πολλών ανεπίσημων «τζούρα-κλαμπ» στους εργασιακούς χώρους, για τα οποία οι εργοδότες κάνουν τα στραβά μάτια (αν θέλουν ας κάνουν κι αλλιώς).

Δες και τζούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified