Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.

Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).

  1. - Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
    - Τελικά σού έριξε άκυρο;
    - Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
    - Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...

  2. ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
    (Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια καμακιάρικη έκφραση, όπως κι η έκφραση: θερμά συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά.

Είναι πιο ραφιναρισμένη σίγουρα απ' αυτή: Ωχ τα πόδια, άστα κει, κολεοί και είναι εντελώς διαφορετικού νοήματος απ' τη φράση: Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου.

Η φράση, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου, αντίκα και ξεπερασμένη πια, απευθυνόταν από καμάκι παλαιάς κοπής, σε διερχόμενη γκόμενα, με στόχο να εκθειάσει τη θηλυκότητα της. Ήθελε έτσι, ο τριαινοφόρος, να πει πως, τη βρίσκει νοστιμούλα και μάλιστα γλυκιά σα ζάχαρη. Προσπαθούσε δηλαδή, μέσω της ατάκας αυτής, να περάσει το μήνυμα, πως ο πατέρας της θα πρέπει να 'ταν... ζαχαροπλάστης ώστε να μπορέσει να «φτιάξει ένα τέτοιο γλυκό». Δε σημαίνει βεβαίως, πώς αυτά που έλεγε, πως τα εννοούσε κιόλας. (Συνήθως, σα δόλωμα τα 'ριχνε).

Που στόχευε;

Ήθελε έτσι ο τυπάς να την πέσει στο παστάκι, στο μπουγατσάκι, στο πιπινάκι, στο μιλφέιγ, σε κάποια ζαχαρομούνα, ή σε κάποια, κάπως έτσι τέλος πάντων, με στόχο να ανεβάσει τα πεσμένα του ζάχαρα καίγοντας θερμίδες μαζί της.

Ας δούμε αναλυτικότερα όμως, τι θα μπορούσε και καλά, να υπάρχει στο background της φράσης.

1) Ένας πατέρας ζαχαροπλάστης, ξέρει κι εκτιμά το γλυκό, από τη γεύση του, από τη γλύκα που αυτό πλημμυρίζει το στόμα, από το σιρόπι του και... σίγουρα κάνει τα πάντα για να φτιάχνει γλυκά όνομα και πράγμα. Σκεπτόμενος έτσι φτάνει κάποια στιγμή, που ότι και καλά γίνεται (εξέρχεται) απ' αυτόν, χαρακτηρίζεται και καλά... από μοναδική γλύκα. Επομένως και το σορόπι, που εξέρχεται απ' το σουτζούκ λουκούμ του... Λέμε τώρα!

Αυτό λοιπόν το σορόπι, ως μοναδικό σερμπέτι, πέφτοντας στη μήτρα της γυναίκας του, ως πετιμεζάτο ...μπεϊκιν παόυντερ, συμβάλλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός γλυκού εντός του φούρνου της.

Η κόρη πάλι, κουβαλώντας αφενός τις κυτταρικές ζαχαροπλαστικές καταβολές του πατέρα της και αφεδύο μεγαλώνοντας δίπλα σε ένα ζαχαροπλάστη πατέρα, αναμένεται πως θα αποκτήσει μοναδική γλύκα και πως θα γίνει το... πλάσμα! Και αντίθετα με ένα γλυκό που γίνεται γρήγορα (για εμπορική χρήση), αυτή τελειοποιεί τη γλυκύτητα αργά αργά, άρα το αποτέλεσμα θα είναι κατά πολύ ποιοτικότερο.

Με αντίστροφη αναγωγή, καταλήγουμε πώς ένα τέτοιο πλάσμα, θα πρέπει να έχει... και καλά, πατέρα ζαχαροπλάστη.

2) Μια τέτοια φράση υποτίθεται πως λινκάρει με την αγάπη μεταξύ κοπέλας-πατέρα, κάτι που... και καλά, θα αναμενόταν πως θα μπορούσε να εκτιμηθεί από την κοπέλα ως διπλό κομπλιμέντο (για αυτή αλλά και για το φουκαριάρη τον χρυσοχέρη τον πατέρα της που έδωσε όλη του την τέχνη και τη μαεστρία του στη δημιουργία της).

Τι έβγαινε από τη φάση;

1) Για την κοπέλα: Άλλες κολακεύονταν, άλλες ενοχλούντο τάχυναν το βήμα κι έφευγαν, άλλες του την έλεγαν κιόλας (βλ. παράδειγμα 1), άλλες μπορεί να ανταπέδιδαν τον καλό λόγο, κι άλλες πάλι μπορεί και να το προχωρούσαν το θέμα.

2) Για τον καμακόβιο: Το γεγονός είναι πως ο δρόμος για το σεξ είναι στρωμένος από χυλόπιτες και παντελονόψαρα. Ο κάμακας όμως δεν απαιτούσε ευστοχία ένα προς ένα, γι’ αυτό και συνέχιζε απτόητος!

Σημείωση:

1) Πολλές φορές, η φράση, συνδυαζόταν με τη φράση: Κουρκουμπίνια σε τάιζε η μάνα σου; Εδώ ο ποιητής εστιάζει στο ρόλο της μάνας νοικοκυράς που συντηρεί τη γλύκα που ήρθε απ' τον πατέρα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών φράσεων μαρτυρά έμμεσα την παλαιότητα της φράσης.

2) Η ατάκα συνηθιζόταν από βαρύμαγκες, κάτι που έκανε αίσθηση, λόγω της αντίθεσης που προκαλείτο (βαρύς- γλυκιά). Ωστόσο όμως, ο κάμακας θα μπορούσε να πιστεύει πως τα αντίθετα έλκονται. (βλ.παρ.1)

3) Η ατάκα θα μπορούσε να λέγεται και: ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου; (βλ. παράδειγμα 2).

4) Η ατάκα θα μπορούσε να λεχθεί και χωρίς να 'χει στοιχείο καμακώματος μέσα της. (π.χ.: θα μπορούσε να εμπεριέχει θαυμασμό). Ωστόσο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως πάντα υποβόσκει ένα λανθάνον στοιχείο καμακιού. (βλ. παράδειγμα 2).

Μύρια θένκια, στον Χάνκ , αλλά και στην ironick για το συγκεκριμένο θέμα.

1)
- Ε, ψιτ, μαντάμ, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;

- Ναι, ρε, και ο πρώτος χαλβάς που έφτιαξε ήσουν εσύ.

Δες

2)
Μια νουαζέτα που κινείται σινάμενη και κουνάμενη, αποσπά την προσοχή κάποιου που θαυμάζοντας την, της φωνάζει:
- Πω πω παιδάκι μου, ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου;

Παράρτημα

Το ερωτικό όνειρο του Έλληνα ήταν μια Σουηδέζα και στα καμάκια η φράση-κλισέ που κυριαρχούσε ήταν ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου, ή το «παιδί μου ατελείωτο» με το λάμδα Σπηλιωπουλαίικο. Πέρασαν κάμποσα χρόνια για να πέσουμε σε πιο minimal πράγματα όπως το περίφημο «ΦΣΦΣΦΣΦΣ;» (σαν να χύνεται κάτι και το συγκρατείς). Όλα τελικά εξελίσσονται... Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified