Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.

Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).

  1. - Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
    - Τελικά σού έριξε άκυρο;
    - Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
    - Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...

  2. ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
    (Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα τσιφτετέλια, τα γύφτικα και γενικά χορευτικά τραγούδια χαμηλής ποιότητας που ανεβάζουν όμως το κέφι.

  2. Ο χορός σε αντίστοιχα τραγούδια, όπου τα χέρια αυτού που χορεύει παίρνουν τη μορφή πιστολιού και κουνιούνται ρυθμικά.

  3. Οι ωραίες γκόμενες που συχνάζουν σε μέρη με τέτοια μουσική.

  4. Η έκφραση ρίχνω πιστόλια είναι το κλασσικό καμάκι-χώσιμο που γίνεται συχνά σε τέτοια μέρη από επίδοξους «πιστολέρο».

- Πάμε σ' αυτό το μαγαζί φίλε, παίζει πιστόλια!

- Πω ρε φίλε τι πιστόλια ειν' αυτά, τρελαίνομαι ρε!

- Έλα ρε μαλάκα, πάμε να πιούμε, να ρίξουμε τα πιστόλια μας να πούμε, να περάσουμε καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά παλαιάς κοπής (ογδόνταζ), παπαριά ολκής, που όμως ειπώθηκε πολύ. Υποτίθεται ότι παπί = παπί, η υπονοούμενη εξίσωση όμως είναι παπί = καυλί.

Από τη ομότιτλη πιπίτσα του Ρακιντζή, βλ. μήδι.

- Ακαλά, είσαι φουλ καψούρα εσύ! Πώς τα κατάφερε το πρόσωπο και σε έριξε έτσι;
- Ε, στο πάρτυ της Φρόσως, εκεί στο άσχετο, τον ακούω να μου λέει «έλα τώρα, κάτσε στο παπί μου» -και πέθανα, αυτό ήταν.
- ...

(από ironick, 18/02/11)(από Khan, 15/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο αξίωμα της νύχτας παρά σλάνγκικη έκφραση (όχι ότι δεν λέγεται).

Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το αξίωμα, οι πιθανότητες να γίνουν τρία καρφιά σε έξοδο είναι μηδαμινές καθ' ότι η σύνθεση και μόνο της ομάδας είναι απωθητική.

Εννοείται ότι από τρία μπακούρια και πάνω γίνεται ακόμα χειρότερη η κατάσταση και παραπέμπει στο λήμμα για μπάσκετ θα πάτε; (ή και για ποδόσφαιρο σε προχωρημένες καταστάσεις)

- ΠΣΚ θα πάμε Μύκονο με τα παιδιά.
- Ποιοι θα είστε;
- Εγώ, ο Σάκης και ο Τάκης.
- Καλά τρεις θα πάτε; Τρεις δεν έγιναν ποτέ ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως κάθομαι σε μια καρέκλα, σε ένα πεζούλι, στον καναπέ. Μπορώ όμως να κάτσω και πάνω σε κάποιον. Στα γόνατά του, ας πούμε. Αν όμως προτιμήσω κάτι άλλο, λίγο πιο πέρα από τα γόνατά του, τότε λέμε «του κάθομαι». Δηλαδή παθαίνω αυτό που έπαθε με καρεκλοπόδαρο η Μαίρη Χρονοπούλου σε μια ταινία κι έχασε την παρθενιά της (διορθώστε με αν δίνω λάθος πληροφορίες). Μόνο που δεν χάνω απαραιτήτως την παρθενιά μου, ούτε πρόκειται για απλό καρεκλοπόδαρο, αλλά για το βασικό εργαλείο που διαθέτει αυτός που του κάθομαι.

Παραλλαγές: Πρώτον, δεν είναι ανάγκη να φανταζόμαστε κάποιον καθιστό και μια γκόμενα πάνω στο τέτοιο του. Όχι πως έχει πρόβλημα η στάση αυτή, αλλά μπορούμε να φανταστούμε και όποια άλλη στάση κλπ θέλουμε.

Έπειτα, η έκφραση ισχύει και για τις γυναίκες. Ωσεκτουτού είναι και μεταφορική.

Άλλο: κυριολεκτικά και μεταφορικά λέμε και «καθίζω σε κάποιον /-α κάτι», του την καθίζω δηλαδή. Μπορεί όμως να είναι οτιδήποτε σεξουαλικό αυτό το «κάτι», εννοείται.

Τέλος υπάρχει και μια άλλη σημασία: στην έκφραση «μού 'κατσε», σημαίνει είτε ήμουν τυχερός, μου έτυχε κελεπούρι, ή κάποιος μου είναι ανάντεχος, ανυπόφορος και δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ (κυριολεκτικά, άμα μου έχει κατσικωθεί, και μεταφορικά άμα δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου).

Τα παραδείγματα θα τα εξηγήσουν όλα.

  1. Μαλάκα, μπαίνω στο δωμάτιο να πάρω το μπουφάν μου και βλέπω τη Σούλα να τού 'χει κάτσει του κυρ Μήτσου για τα καλά!
    - Και;
    - Χαμπάρι δεν πήραν! την έκανα με ελαφρά...

  2. Τι νέα με την Αλίκη; Της έκατσε κανα καλό τελικά;

3.α. Πολύ μου κουνάει τον κώλο της η Δεσποινούλα, άμα της τον κάτσω θα σου πω εγώ...

3.β. - Για πες για πες, τι έγινε με τον Αντώνη;
- Ά τον αλήτη, εκεί που ήμασταν γλυκά-γλυκά μαζί, μου καθίζει ένα πουτσοσκάμπιλο, μου 'ρθε νταμπλάς!
- Σιγά μωρή παρθενοπιπίτσα...

  1. Πώς κάνεις έτσι ρε φίλε, άμα δεν σου κάτσει αυτό που θες είσαι απάλευτος...

  2. Τι νέα;
    - Τι νέα ρε μαλάκα, που μού 'χει κάτσει δέκα μέρες τώρα στο σπίτι ο Παύλος και δε λέει να φύγει...

  3. Κάτι δεν μου κάθεται καλά με αυτόν τον τύπο (ή Δεν μου κάθεται καλά αυτός ο τύπος)...
    - Γιατί;
    - Δεν ξέρω, αλλά δε μ' αρέσει η φάτσα του καθόλου. Το νού σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την υπέρτατη ταινία-σλανγκορυχείο Pulp Fiction.

Δηλώνει την (συνήθως απρόσμενη) επιτυχία κάποιου άντρα - κυνηγού στην ταυτόχρονη προσέγγιση ενός αριθμού ατόμων του αντίθετου φύλου (το ιδανικό είναι να είναι δύο, αλλά η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για παραπάνω χωρίς βλάβη της γενικότητας).

Αν ο συγκεκριμένος φίλος - κυνηγός μοιάζει και με αράχνη, έχουμε τις ιδανικές συνθήκες εκφοράς του λήμματος.

  1. - Κοίτα ρε τον καρχαρία τον Άρη που κατάφερε να πιάσει κουβέντα στα νιαμού.
    - Όντως, η αράχνη έπιασε δυο μύγες...

  2. (sms σε μέλος της παρέας που επέλεξε να μην πάει με τους άλλους στο club και κοιμάται με την κοπέλα του)
    «Χάνεις. Η αράχνη έπιασε δυο μύγες.»

(από notheitis, 05/05/10)(από notheitis, 05/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που συμβολίζει τα αγγλικά του κώλου τα οποία μιλάνε οι γκρηκ λόβερζ προκειμένου να πηδήξουσι κανα ξενόφερτο παστάκι κατά τη διάρκεια του πολυδιαφημισμένου καυτού ελληνικού καλοκαιριού.

Η έκφραση περιλαμβάνει τα βασικά, ώστε απ' όπου και να προέρχεται η κορασίς, να μπορεί να γίνει κατανοητή η πρόθεση του τοπικού καλλονού.

Χρησιμοποιείται για να υποδείξει τον συγκεκριμένο τύπο ανδρός.

Εκτός όμως από το καμάκικο της ιστορίας, χρησιμοποιούμε την έκφραση και γενικότερα, για να περιγράψουμε το χαμηλότατο επίπεδο των γνώσεων της αγγλικής κάποιου.

  1. - Γνώρισα έναν γκόμενο...
    - Καλός;
    - Ε, για καμιά ξεπετούλα καλός. Λιγάκι me you bed μου κάνει, αλλά νταξ.

  2. - Έκανα αίτηση για δουλειά στου Κ.
    - Με τι προσόντα ρε μαλάκα;
    - Υπολογιστές, αγγλικά, ε, αυτά.
    - Ρε πού πα ρε Καραμήτρο! Αφού τα αγγλικά σου είναι me you bed στην καλύτερη ρεεε!

βλ. και τηλεγραφικά ιταλικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφραστική ρίμα για νεαρούς κάγκουρες που φλερτάρουν πεζές εποχούμενοι σε παπάκι. Η έκφραση περιγράφει παντός είδους μικροεπαρχιωτικές καταστάσεις (των Αθηνέζων συμπεριλαμβανομένων) και βγάζει μια ασύστολη εϊτίλα, όταν ο Ψάλτης ήταν τσαντάκιας κι ο Γαρδέλης έκανε ρόδα, τσάντα και κοπάνα. Η έκφραση χρησιμοποιείται και θετικά γα τον άνθρωπο που δεν το βάζει κάτω παρά την ευτέλεια των μέσων του.

Ώπα, καμάκι με παπάκι ο καγκουρογαμόσαυρος!

(από Khan, 10/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Greek kamakiσε τουρίστριες που δεν καταλαβαίνουν τι τους λένε και ρωτάνε «what;»

βλ βιντεο

(από λεξικλάστης, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).

Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.

Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...

(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).

Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).

- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified