Η συνεχής και σε μεγάλες ποσότητες ροή αιδοίων (μαζί με το περιτύλιγμα) από συγκεκριμένο σημείο στο οποίο τυγχάνει να στέκεται ο ανυποψίαστος παρατηρητής. Την ακατάσχετη μουνορραγία δεν πρέπει να την μπερδεύουμε με την ακατάσχετη αιμορραγία η οποία μπορεί να έχει θανάσιμες συνέπειες για τον παθόντα, καθότι η ακατάσχετη μουνορραγία δημιουργεί συναισθήματα ευεξίας, ευφορίας και ανείπωτης χαράς στον προαναφερθέντα παρατηρητή και σε καμμία περίπτωση δεν απειλεί τη ζωή του.

Η ακατάσχετη μουνορραγία είναι έννοια ταυτόσημη ενός πλούσιου αιδοιοφόρου ορίζοντα, κάτι που ο λαός συνηθίζει να αποκαλεί και μουνοθύελλα, μουνοπλαγιά, θεομουνία ή και μουνοπλημμύρα.

- Πού πήγατε τελικά με τον Μικέ χθες το βράδυ;
- Γλυφάδα.
- Πώς ήταν, είχε τίποτα;
- Αν είχε λέει... ακατάσχετη μουνορραγία είχε μεγάλε. Μας βγήκαν τα μάτια έξω σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση έντονα προσβλητική. Πρωτοεμφανίστηκε στα κατώτερα λαϊκά στρώματα και γρήγορα έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό. Χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για να περιγράψουν την έντονη παρουσία γυναικείου, πολλά υποσχόμενου πληθυσμού.

- Μαλάκες, πήγατε στο πάρτυ της Φωφώς;; - Ναι, ρε φίλε!! Τόσες γκόμενες μαζεμένες... του μουνιού το πανηγύρι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified