Το λέμε όταν ζητάμε από πριν συγγνώμη για κάτι που θα πούμε που μπορεί να είναι άκομψο, ή να μην συμφωνεί με αυτό που πιστεύει ο άλλος και οι περισσότεροι. Όχι και πολύ συγγνώμη δηλαδή, γιατί συνήθως θέλουμε να την πούμε σε κάποιον και να διαφωνήσουμε έντονα και λέμε το σόρι για ξεκάρφωμα.

  1. Σόρι κιόλας για το θάρρος, αλλά με αυτή τη νοοτροπία δεν θα πετύχεις και πολύ στη σχέση σου.

  2. Κάποιες φορούσαν τζην με φούστα μέχρι τον κ..., σόρι κιόλας αλλά αυτό λέγεται άλλα ντ' άλλα κουτρουβάλα της Παρασκευής το γάλα!

  3. Σόρι κιόλας αλλά η ταινία είναι ο ορισμός του υπερεκτιμημένου! Βραβείο για μια ταινία που την γυρίζω κι εγώ που λέει ο λόγος;!

  4. - Μωρό μου σόρι κιόλας αλλά με πόσους έχεις πάει;
    - ...
    - Γιατί δε μιλάς;
    - Μετράω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαιρετισμός που απευθύνεται σε συναντήσεις καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας, εμπνευσμένος από την ανεπανάληπτα προσεγμένη παραγωγή της σειράς «Xena» (Ζήνα).

Είχε μπει στο παράδειγμα. Κάποια σχέση θα έχει. (από Galadriel, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται :

  1. για να εκφράσει τη δυσπιστία του ομιλούντα απέναντι στην κατάφαση, συμφωνία, υπόσχεση κλπ. που προηγήθηκε,
    ή
  2. για να παροτρύνει σε μεγαλύτερη προσπάθεια-συνέπεια, να δεσμεύσει πραγματικά τον συνομιλητή (ως προς αυτό που εκείνος ενέκρινε, συμφώνησε, υποσχέθηκε κλπ.).

Δεν ενέχει σεξιστικό υπονοούμενο / σαρκασμό, πρόκειται περί χιουμοριστικής παρονομασίας (annominatio) που προκύπτει από το συνδυασμό ελλείψεως (eclipsis, defectio) και αντίστασης (ploke, distinctio): η πλήρης πρόταση που εννοείται είναι: «(Το εννοείς το Ok, είναι ένα) Straight (εδώ »ειλικρινές«) Ok ή (είναι ένα όχι straight=) gay Ok;»

Δεν αποτελεί κατά βάση σλανγκιστική γείωση με την έννοια των τιραμισουρεαλιστών του παρόντος ιστοτόπου, γιατί δε βάζει λουκέτο και τσιμεντογαλότσα στη συζήτηση -η βασική της λειτουργία είναι διευκρινιστική ή παρωθητική (όπως ειπώθηκε).

- Λοιπόν, όπως είπαμε, στις οχτώ στη στάση, έτσι;
- Ok.
- Ok ή γκέι;
- Είπα θα 'μαι, λήξις.

Σχετικοάσχετα: οκέικ, ο-γκέι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified