Μπορεί να ακουστεί και ως "σαντουίτς".
Κοπελιά, πιάνεις δυο σαντουίτς και μια κοακόλα;
Μπορεί να ακουστεί και ως "σαντουίτς".
Κοπελιά, πιάνεις δυο σαντουίτς και μια κοακόλα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χαλιάς, του χαλιά, οι χαλιάδες / τα χαλιάδια Επιφάνεια πλαγιάς με συνήθως μεγάλη κλίση, γεμάτη χαλίκια και μικρές κατά κανόνα πέτρες που είναι περισσότερο ή λιγότερο ασταθής για να βαδίσει κανείς επάνω της. Αν αυτή η επιφάνεια εκτείνεται σε μεγάλο ύψος και εύρος, τότε μιλάμε για σάρα. Η σάρα, της σάρας.
Τσοπάνικο αίνιγμα από τα "Ποιμενικά τής Ρούμελης", του Δ. Λουκόπουλου: "Μια πρατίνα [προβατίνα] ρούντα ρούντα, το χαλιά - χαλιά πααίνει και χαλίκι δε γκρεμίζει. Τι είναι;"
Είναι, βεβαίως, η αντάρα η οποία 'περπατάει' επάνω στον χαλιά χωρίς να γκρεμίζει ούτε ένα χαλικάκι.
Got a better definition? Add it!
Published
Γκομενομάνι ονομάζεται η συγκέντρωση πολλών κοριτσιών - γκόμενων (θηλ. γένους) με επίβουλες ιδέες προς το ισχυρό φύλον με σκοπό την αποκόμιση χρημάτων. Συνήθως ένα γκομενομάνι συναντάται σε πολυσύχναστους χώρους όπως μια καφετερια, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα ή στο γνωστό Ευαγές Ίδρυμα.
Οι παρέες που απαρτίζουν το γκομενομάνι είναι απαραίτητο να αποτελούνται από τρείς η περισσότερες γκόμενες για να θεωρείται δίκαια η κατάληξη -μάνι, η οποία προσδίδει την ιδέα του πλήθους, στην έννοια γκομενομάνι.
Οι γκόμενες απαντώνται σε διάφορα είδη-μορφές ανάλογα με τον απώτερο σκοπό τους. Υπάρχουν οι ηδονικές , οι φεμινιστικές, οι εισοδηματικές και άλλες πολλές μορφές γύναιων που προσπαθούν για να πετύχουν το πλήρες φαλήρισμα του αντρικού πληθυσμού και γι'αυτό χαρακτηρίζονται από πανεπιστήμονες ως άκρως επικίνδυνες προς τα αρσενικά.
"Ρε φίλε, εγώ θα πέθαινα για να αφήσω τις πουτσοσταλίδες μου στην μουνίδα της καθε κοπελιάς που ανήκει σε αυτό το γκομενομάνι.
Got a better definition? Add it!
Τα καριόλια, εξαιτίας του σχήματος τους, όταν είναι σε έξαρση.
Ρε μαλάκα, βγήκαν κάτι κουνουπίδια στο καυλί μου. Να δεις αυτή η καριόλα η Μαρία με κόλλησε, που έκανε σεζόν Μύκονο.
Got a better definition? Add it!
Καποιος (ή και καποια!) που βρωμαει εξαιρετικα.
Ο Χριστος και η παναγια ρε Βρωμικοπικουλωνιε, κανε μπανιο σε περικαλω
Got a better definition? Add it!
Published
Καποιος ο οποιος ειναι πονηρος, σαν αρουραιος
Κατεβηκα τρια λεπτα απο το αμαξι για να κατουρησω και πεταχτηκαν δυο πωντικονιοι μεσα απο ενα φρεατιο και μου κλεψαν δυο ροδες απο το αμαξι, δεν μπορω να εχω τιποτε στην Λαρισα γαμω την παναγια
Got a better definition? Add it!
Published
Ενας ανθρωπος ή μια κατασταση χαρακτηριζεται ως Σάση Γουάση οταν καποιος ειναι καχυποπτος για αυτον τον ανθρωπο ή κατασταση. (Σάση Γουάση μπορει να υπαρξει και ως Σάση Γκάση, Σάς, Αμόγκας, Αμίγκος ή Αμούγκας).
Δεν ξερω μπρο μου, το να ερθω σπιτι σου και να ειμαστε μονοι μας μου ακουγεται λιγο Σαση Γουαση, λεγω τη αληθεία
Got a better definition? Add it!
Published
Η επικολληση της καταληξης -ιδης σε λεξεις αποδιδει μια Ποντιακη αισθηση στον ομιλουμενο λογο.
Που πας ρε πανιβλακιδη, γαμω τον θεο
Got a better definition? Add it!
Published
Πούστας ειναι ενας ανδρας ο οποιος απολαμβανει πεη. Μπορει να χρησιμοποιηθει ως συνθετικο με αλλες λεξεις, στην οποια περιπτωση προσδιδει την εννοια του λατρη/γνωστη (enjoyer/enthusiast) στην λεξη (π.χ πατουσοπουστας, ο λατρης των πατουσων).
[...] και ο Κωλοκοτρωνης, με την γνωστη θυμοσοφια του, απαντησε: "Εγω ημουν και θα ειμαι παντοτε πουστας ναι ω ναι πεη ναι αχα πεη αχα αχα ναι ω ναι πεη ναι"
Got a better definition? Add it!
Published
Ξάι το, πληθ. ξάγια: μέτρο χωρητικότητας δημητριακών που χρησιμοποιούσαν στην Κύθνο (όπως και αλλού). Απ' ό,τι θυμάμαι ήταν ένα κυλινδρικό μεταλλικό δοχείο με χερούλι (αλλά και ξύλινο, όπως μου έχουν πει οι παλιότεροι) χωρητικότητας 7 οκάδων κριθαριού, που ήταν το κύριο αγροτικό προϊόν του νησιού μέχρι τη δεκαετία του '60.
Στο Βικιλεξικό βρίσκουμε:
ξάι (ουδέτερο):
αλευροκόσκινο του μυλωνά που αποτελούσε μέτρο υπολογισμού της αμοιβής του (στη ναξιακή και ευρύτερη κυκλαδική διάλεκτο καθώς και σε περιοχές Ηπείρου).
το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά, αλεστικά.
μονάδα μέτρησης χωρητικότητας: δημητριακών (μισό κιλό), μεταξόσπορου (το 1/6 της ουγγιάς), μπαρουτιού, πυρίτιδας.
Ετυμολογία: ξάι < μεσαιωνική ελληνική ξάι < ελληνιστική κοινή ἐξάγιον < λατινικά exagium
Πέντε ζευγαριές χωράφι, πέντε ξάγια γέννημα! Τσάμπα ο κόπος και τσάμπα ο σπόρος!
(ζευγαριά: επιφάνεια χωραφιού που μπορεί να οργωθεί από έναν άνθρωπο μ' ένα ζευγάρι ζώων σε μια μέρα / γέννημα: τα σιτηρά -στο παράδειγμα: κριθάρι).
Got a better definition? Add it!