Παιδαρωγιός: Σύμπτυξη των όρων παιδαγωγός + αρωγός + υιός (αναφέρεται σε άνδρες). Επιφωνηματικό ουσιαστικό. Παράλληλη συνύπαρξη στερεοτυπικά αντίθετων χαρακτηριστικών προσωπικότητας, άντρας ιδιαίτερα ποθητός στον γυναικείο πληθυσμό. Συνδυασμός βασικών χαρακτηριστικών στοιχείων αντρίλας, βαρβατίλας, σεξουαλικότητας, πνευματικότητας, δημιουργικότητας, στοργικότητας και ευαισθησίας.

"Μου μιλούσε χθες το ντερέκι ο Μπόκης για την 2χρονη κόρη του, τα ξενύχτια και την αγάπη που της έχει και μου ξέφυγε, Αχ τι άντρας είσαι εσύ! Σωστός παιδαρωγιός! Έγινα χώμα στα μάτια του"

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηριζουμε μια πραξη ως λιγουλάκι Τρόληνγκ (ή ολίγον-τι Τρόληνγκ) οταν καταπαταει τους νομους ενος κρατους, το διεθνες δικαιο ή την Συνθηκη της Γενευης

Κυριε δικαστα, ο πελατης μου εκανε λιγουλακι τροληνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λείξουρος ή λειξούρης, λειξουριά

Από το ρήμα λείχω=γλείφω. Χρησιμοποιείται στην Αναστασιά Σερρών. Σημαίνει άνθρωπος που του αρέσουν τα γλυκά και γενικά τά νόστιμα εδέσματα.

Μόνο με λειξουριές την έβγαλες σήμερα !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νιγκερόνιος (ή Νιγκλιδόνιος) ειναι η ονομασια ενος ατομου το οποιο ο ομιλητης σεβεται και εμπιστευεται. Συνηθως χρησιμοποιειται σε επαγγελματικη ομιλια.

Καλησπερα Νιγκερονιοι μου, ας αποκτησουμε αυτο το ψωμι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενας ανθρωπος "εισπνεει Κώπιο" οταν δεν θελει να αποδεχτει οτι μια κατασταση παει λαθος και προσπαθει να πεισει τον εαυτο του οτι παει καλα. (Μερικες φορες το Κώπιο λεγεται και Κωπέρνικο ή Κωπερνίκιο).

Η Μεγαλη Ιδεα ηταν τρεις τονους Κώπιο το οποιο καταναλωναν οι Ελληνες τον 20ο αιωνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξάι το, πληθ. ξάγια: μέτρο χωρητικότητας δημητριακών που χρησιμοποιούσαν στην Κύθνο (όπως και αλλού). Απ' ό,τι θυμάμαι ήταν ένα κυλινδρικό μεταλλικό δοχείο με χερούλι (αλλά και ξύλινο, όπως μου έχουν πει οι παλιότεροι) χωρητικότητας 7 οκάδων κριθαριού, που ήταν το κύριο αγροτικό προϊόν του νησιού μέχρι τη δεκαετία του '60.

Στο Βικιλεξικό βρίσκουμε:

ξάι (ουδέτερο):

  1. αλευροκόσκινο του μυλωνά που αποτελούσε μέτρο υπολογισμού της αμοιβής του (στη ναξιακή και ευρύτερη κυκλαδική διάλεκτο καθώς και σε περιοχές Ηπείρου).

  2. το αλεστικό δικαίωμα του μυλωνά, αλεστικά.

  3. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας: δημητριακών (μισό κιλό), μεταξόσπορου (το 1/6 της ουγγιάς), μπαρουτιού, πυρίτιδας.

Ετυμολογία: ξάι < μεσαιωνική ελληνική ξάι < ελληνιστική κοινή ἐξάγιον < λατινικά exagium

Πέντε ζευγαριές χωράφι, πέντε ξάγια γέννημα! Τσάμπα ο κόπος και τσάμπα ο σπόρος!
(ζευγαριά: επιφάνεια χωραφιού που μπορεί να οργωθεί από έναν άνθρωπο μ' ένα ζευγάρι ζώων σε μια μέρα / γέννημα: τα σιτηρά -στο παράδειγμα: κριθάρι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούστας ειναι ενας ανδρας ο οποιος απολαμβανει πεη. Μπορει να χρησιμοποιηθει ως συνθετικο με αλλες λεξεις, στην οποια περιπτωση προσδιδει την εννοια του λατρη/γνωστη (enjoyer/enthusiast) στην λεξη (π.χ πατουσοπουστας, ο λατρης των πατουσων).

[...] και ο Κωλοκοτρωνης, με την γνωστη θυμοσοφια του, απαντησε: "Εγω ημουν και θα ειμαι παντοτε πουστας ναι ω ναι πεη ναι αχα πεη αχα αχα ναι ω ναι πεη ναι"

Got a better definition? Add it!

Published

Η επικολληση της καταληξης -ιδης σε λεξεις αποδιδει μια Ποντιακη αισθηση στον ομιλουμενο λογο.

Που πας ρε πανιβλακιδη, γαμω τον θεο

Got a better definition? Add it!

Published

Ενας ανθρωπος ή μια κατασταση χαρακτηριζεται ως Σάση Γουάση οταν καποιος ειναι καχυποπτος για αυτον τον ανθρωπο ή κατασταση. (Σάση Γουάση μπορει να υπαρξει και ως Σάση Γκάση, Σάς, Αμόγκας, Αμίγκος ή Αμούγκας).

Δεν ξερω μπρο μου, το να ερθω σπιτι σου και να ειμαστε μονοι μας μου ακουγεται λιγο Σαση Γουαση, λεγω τη αληθεία

Got a better definition? Add it!

Published

Καποιος ο οποιος ειναι πονηρος, σαν αρουραιος

Κατεβηκα τρια λεπτα απο το αμαξι για να κατουρησω και πεταχτηκαν δυο πωντικονιοι μεσα απο ενα φρεατιο και μου κλεψαν δυο ροδες απο το αμαξι, δεν μπορω να εχω τιποτε στην Λαρισα γαμω την παναγια

Got a better definition? Add it!

Published