Το «φτωχικό» χρησιμοποιείται μεταφορικά. Αναφέρεται δηλαδή σε κατάσταση ευφορίας, χλίδα, αρχοντιλίκι.

Κοπιάζω σημαίνει «κάνω τον κόπο», πηγαίνω. Κοπιάζω στο φτωχικό σημαίνει πηγαίνω και συμμετέχω κι εγώ σε αυτήν την ευχάριστη κατάσταση, είτε είναι δική μου, είτε άλλου.

Εμπνευσμένο από παλιές Ελληνικές ταινίες. Ίσως ο πρωταγωνιστής Ξανθόπουλος, προσκαλεί έτσι άτομα στο σπίτι του. Αυτά έρχονταν από μακρυά και με τα πόδια φυσικά. Πού αυτοκίνητα, συγκοινωνίες αλλά και εισιτήριο για συγκοινωνίες τότε. Κόπος πραγματικός το ποδαράτο στο μακρινό σπίτι.

- Έλα ρε, που είσαι;
- Εδώ, στο κλαμπάκι που σου έλεγα. Γαμάτη μουσική, οι φίλες της Μαρίας, καθαρά ποτά. Θα κοπιάσεις στο φτωχικό μου;
- Άργησα να γυρίσω από τη δουλειά. Πίνω ένα γκαιφέ και έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιαισθητικός νεολογισμός για κάτι που κοστίζει, αντί να πει κανείς «δαπανηρός». Αν και μιμείται λέξεις όπως αιμοβόρος, σαρκοβόρος, αν το καλοσκεφτεί κανείς σημαίνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που εννοείται, γιατί κάτι που είναι κοστοβόρο τρώει το κόστος, και άρα το μειώνει!

Ο ΟΟΣΑ κρίνει ιδιαίτερα κοστοβόρο για την Ελλάδα το πρόγραμμα PSI.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified