Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.

- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!

Δες και στον πόυτσο μόυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο: ο μιζμίζης, η μιζμίζω, το μιζμίζι.

Μιζμίζης είναι αυτός ο οποίος τριγυρνάει συνέχεια με ένα πνεύμα μιζέριας και γκρίνιας πρήζοντας πολλές φορές τα όργανα των άλλων, ή κάνοντας τον εαυτό του ανεπιθύμητο έτσι...

Χρησιμοποιείται για την εμφάνιση κάποιου. Επίσης χρησιμοποιείται και στο σεξ, όσον αφορά την σεξουαλική ζωή ενός η του ζευγαριού.

Προσοχή! Δεν ακολουθεί τον γραμματικό κανόνα «σ» πριν από «μ», συντάσσεται κανονικά ως Μι«ζ»μίζης, γιατί ηχητικά θα μπορούσε να είναι κάποιος που τριγυρνάει κάνοντας συνέχεια Μιζ-μιζ-μιζ-μιζ...

  1. Σταμάτα ρε μιζμίζη...

  2. Πώωω τι μιζμίζω που έχεις γίνει από τότε που χώρισες με τον Κώστα...

  3. Πω ρε Τάκη τι μιζμίζης είναι αυτός ο κολλητός σου, πως τον παλεύεις...

  4. ΚΑΙ ΜΗΝ ΜΟΥ ΛΕΣ ΕΜΕΝΑ ΟΤΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, ΕΝΤΑΞΕΙ; ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΕΞ ΕΧΟΥΜΕ ΓΙΝΕΙ ΜΙΖΜΙΖΙΔΕΣ...

βλ. και μιζερομίζερος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Mπω Μπρυμέλ, ο ομορφονιός, ο γαμίκουλας, ο γκραν γαμάω.

Το έχω ακούσει από παππούδες στην Μάνη, ο γούγλης δεν δίνει χτύπημα. Η ετυμολογία πιθανώς να είναι εκ του ιταλικού baci ή του γαλατικού célibataire.

- Ο άρειος πάγος πρότεινε παραγραφή Τζοχατζό για τα υποβρύχια που γέρνουν...
- Τη γλίτωσε, ο καλιμπατσέρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδικό σλανγκ.

Γκόμενα με προσόντα (βλ. στίχους Γιάννη Κούτρα: Με ένα κάρο όνειρα και άλλα τόσα φόντα, ποτέ μου δεν απέκτησα γκόμενα με προσόντα - δίσκος Τσικαμπούμ).

Ευάερη, ευήλια, ψηλά πατώματα, γωνιακή, πάρκινγκ, διαμπερής και ιδίως με τεράστιους νομιμοποιημένους ημιυπαιθρίους χώρους γυναίκα-ρα. Τα υπόλοιπα περιττεύουν. Για μια τέτοια γυναίκα, (Χριστίνα Αποστόλου) ο Βέγγος στο «Μην είδατε τον Παναή» είπε το: «Μαρμαροκολώνα μου! Κουρκουμπίνια έφτιαχνε ο μπαμπάς σου;»

Συνώνυμα: μπαμπάτσ(ι)κο, φρεγάτα, φρεγάδα, νταρντάνα, ζουμπουρλό, μπαρμπουνάτο, είναι του ιππικού, αλόγα, φοράδα, ψηλοκάπουλο, ποτέμκιν, κανονιοφόρος, τουμπουκτού, αγροκτήματα αρόζα κτλ.

- Αμάν ! Κοίτα ένα μωρό ρε!
- Πω-πω ρε, τι μπαμπατζάνικο είν' αυτό; Πες μου πώς το λεν τον πατέρα σου που σ' έκανε μωρό μου, να πάω να του φιλήσω το μπούτσο!
- Α' να χαθείς σαχλέ!

Μαρμαροκολώνα μου! Η ατάκα στην αρχή του κλιπ (από poniroskylo, 25/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.

Πέτρος: Πω, πω Νίκο κοιτά ένα μουνί!!!
Νίκος: Τι μουνί ρε Πετράν, σαν πουτσομούρα είναι!!!
Αλέκος: Από τα Δουνέικα θα είναι ρε!!!

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified