1. Στη φράση το σκάω: (α) αποδρώ, ξεφεύγω, εξαφανίζομαι (β) ανάβω στριφτό τσιγάρο (με χασίσι).
  2. Εμφανίζομαι, έρχομαι, καταφτάνω.
  3. Πλήττω, βαριέμαι.
  4. Ανυπομονώ.
  5. Ζεσταίνομαι υπερβολικά.
  6. Παύω να μιλάω. Συνώνυμα: το βουλώνω, κάνω τουμπεκί/μόκο. Προστακτικά: σκάσε!, σκασμός!, βγάλε το σκασμό!.

1α. Το έσκασαν με ...ελικόπτερο: Κινηματογραφική απόδραση του Β. Παλαιοκώστα και Αλβανού κακοποιού από τον Κορυδαλλό (news.in.gr)

1β. Στη σειρά σου φιλαράκι, ο στρίβων και σκάζων.

  1. Και ξαφνικά σκάει ο Σάκης με τρείς μπουκάλες βότκα. Μέσα σε μισή ώρα είχαμε γίνει γκολ.

  2. Έσκασα όλη μέρα στο σπίτι. Πάμε για κάνα καφέ;

  3. Θα μου πεις τελικά τι παίχτηκε με τη Μάρω και τον Βαλέ; Με έσκασες!...

  4. Καλά ρε μάνα, έξω σκάει ο τζίτζιρας και μ' άνοιξες και το καλοριφέρ, γαμώ το αλτσχάιμερ σου γαμώ;

  5. Ρε Μαρίκα, θα σκάσεις καμιά φορά ν' ακούσουμε και καμία είδηση με την ησυχία μας;...

(από Galadriel, 18/05/14)

Για τη σημασία 1, δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.

Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified