- Στη φράση το σκάω: (α) αποδρώ, ξεφεύγω, εξαφανίζομαι (β) ανάβω στριφτό τσιγάρο (με χασίσι).
- Εμφανίζομαι, έρχομαι, καταφτάνω.
- Πλήττω, βαριέμαι.
- Ανυπομονώ.
- Ζεσταίνομαι υπερβολικά.
- Παύω να μιλάω. Συνώνυμα: το βουλώνω, κάνω τουμπεκί/μόκο. Προστακτικά: σκάσε!, σκασμός!, βγάλε το σκασμό!.
1α. Το έσκασαν με ...ελικόπτερο: Κινηματογραφική απόδραση του Β. Παλαιοκώστα και Αλβανού κακοποιού από τον Κορυδαλλό (news.in.gr)
1β. Στη σειρά σου φιλαράκι, ο στρίβων και σκάζων.
Και ξαφνικά σκάει ο Σάκης με τρείς μπουκάλες βότκα. Μέσα σε μισή ώρα είχαμε γίνει γκολ.
Έσκασα όλη μέρα στο σπίτι. Πάμε για κάνα καφέ;
Θα μου πεις τελικά τι παίχτηκε με τη Μάρω και τον Βαλέ; Με έσκασες!...
Καλά ρε μάνα, έξω σκάει ο τζίτζιρας και μ' άνοιξες και το καλοριφέρ, γαμώ το αλτσχάιμερ σου γαμώ;
Ρε Μαρίκα, θα σκάσεις καμιά φορά ν' ακούσουμε και καμία είδηση με την ησυχία μας;...