Το μεγάλο ψάθινο ή κανναβένιο κοφίνι που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες και εργάτες του χθες. Επίσης, το θωράκιο ενός πλοίου καθώς και το κλειστού τύπου ρυμουλκούμενο κοντέινερ νταλίκας.

Σλανγκιστί, κόφα αποκαλείται απαξιωτικά η (ξ)αίσχιστου είδους πόρνη, η καριόλα, η κουφάλα, η λούγκρα και γενικά οποιαδήποτε δεν μάς κάθεται.

Εκ του Ιταλικού coffa, που αποτελεί αντιδάνειο του αρχαίου κόφινος (καλάθι).

Ασίστ: Aias.ath

- ...άντε μωρή κόφα, καριόλα, πουτάνα μου θες και διαδηλώσεις. Άντε πλύνε κάνα πιάτο...
(από επίθεση ΜΑΤ σε διαδηλωτή, βλ. μύδι)

- Δεν ξέρω για ποιο λόγο είχε προγραμματιστεί το συλλαλητήριο, ούτε ήμουνα εκεί, αλλά άκουσα ότι έγινε της κόφας όταν διαμαρτύρονταν για το σκισμένο Κοράνι.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published