Κυρίως στον πληθυντικό, ο μπάτσος του οποίου η εξάρτυση δεν περιλαμβάνει κράνος. Αν θυμάμαι καλά, η διαβάθμιση σε επίπεδα δυσκολίας είναι:

καπελάκηδες < μπλέδες < ματάδες / ματατζήδες < εκάμ < στρατός.

Οι μπλέδες (μπλες στον μάλλον ανύπαρκτο ενικό) διακρίνονται απ' τους ματάδες λόγω του μπλε, αντί χακί, χρώματος στολής, φοράνε κράνος, και είναι πιο καλά εξοπλισμένοι απ' τους καπελάκηδες, αλλά δεν έχουν τα χημικά για καραμέλες, γιατί δε φοράνε όλοι μάσκα, και δεν έχουν όλοι ασπίδα (αν θυμάμαι καλά, επίσης).

Οι καπελάκηδες δεν κάνουνε για τίποτα, κρέας για τα κανόνια σε φάση, ενώ οι ματάδες είναι ο μεγάλος κακός του βίντεογκέημ. Τώρα τα αποτυχημένα καγκούρια τύπου ΔΙΑΣ δεν τα πρόλαβα, ας πέσουν σχόλια.

Έχω την εντύπωση ότι ο ενικός ματατζής είναι συχνότερος του ματάς, και το αντίθετο παίζει στον πληθυντικό.

  1. - Ποια αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στα γήπεδα και μαλακίες. Τις περισσότερες φορές καπελάκηδες στέλνουνε, άιντε και τίποτα μπλέδες. Πού να τους κάνουνε ζάφτι τους χουλιγκάνους.

  2. - Ήταν πολλοί, αλλά ήταν καπελάκηδες, ρε πούστη... Αν κάναμε ένα ντου, παραμάζωμα θα τους πέρναμε. Μετά σκάσανε οι ματάδες και το διαλύσαμε ησύχως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του αναρχικού που η κύρια τακτική του είναι ο εμπρησμός αυτοκινήτων και τραπεζών, χρησιμοποιώντας γκαζάκια και βάζοντας τους φωτιά
Σχετικά λήμματα: μπουκαλάκιας, χαοτικός, μπάχαλος, μπαχαλάκιας, μπαχαλάκης, μπάχαλο, ντου, λίστα του ντου.

- Βγήκαν χτες το βράδυ κάποιοι γκαζάκηδες και κάψαν 4 αυτοκίνητα και 3 τράπεζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του αναρχικού που η κύρια τακτική του είναι να πετάει μπουκάλια στην αστυνομία και σε άλλους στόχους κατά την διάρκεια συγκρούσεων. Σχετικά λήμματα: γκαζάκιας, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, χαοτικός, μπάχαλος, μπαχαλάκιας, μπαχαλάκης, μπάχαλο, ντου, λίστα του ντου.

- Ενώ είχε συμφωνηθεί η πορεία να είναι ειρηνική, βρέθηκε ένας μπουκαλάκιας, έκανε τη μαλακία του και μας πέθαναν οι μπάτσοι στα χημικά!

πολλά καφάσια μπουκάλια (από jesus, 10/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified