τρολ, τρόλι

Έτσι λέγεται στη διαδικτυακή αργκό ο χρήστης του ίντερνετ με διάφορα απωθημένα, ο οποίος κάτω από το πέπλο της ανωνυμίας μπαίνει σε forums, chat rooms ή blogs και γράφει άσχετα ή επιθετικά σχόλια με σκοπό να διαταράξει τη συζήτηση.

Ο όρος troll μάλλον προήλθε από την έκφραση trolling for suckers (= ρίχνω δόλωμα για να πιάσω κορόιδα), όπου trolling είναι μια μέθοδος ψαρέματος με πολλαπλά δολώματα από κινούμενο σκάφος. Πέρα από αυτό όμως, troll είναι και ένα κακόβουλο τέρας της σκανδιναβικής μυθολογίας, οπότε ήρθε κι έδεσε.

- Τι γίνεται ρε Γιώργο; Όλο ξενέρωτα θέματα βάζεις στο blog σου τώρα τελευταία...
- Άσε με ρε, κάθε φορά που βάζω τίποτα «εθνικά ευαίσθητο», μου την πέφτουνε τα τρολ εθνίκια... Βαρέθηκα το ίδιο βιολί όλη την ώρα!

βλ. και τρολιά, τρολάρω, τρολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ban (μόνιμη απαγόρευση εισόδου) που τρώει κάποιος από ένα chatroom, site κλπ. επειδή δε συμμορφώθηκε με τους κανόνες, ή απλά επειδή ο admin δε γουστάρει τη φάτσα του και θέλει να τον πετάξει εκτός.

Επίσης, υπάρχει και το συνώνυμο «μπάνιο» (ή banιο).

– Τι λέει, μπήκες καθόλου τελευταία στο www.superwowtsonta.com?
– Άσε πίκρα... Άφηνα το pc βράδια ολόκληρα να κατεβάζει από κει συνέχεια και τελικά έφαγα μπανάνα... Αυτά παθαίνει όποιος δε διαβάζει πρώτα τους κανόνες.

Φάε τη μπανάνα! (από Cunning Linguist, 23/04/09)Έφαγα μπανάνα! (από panos1962, 19/11/09)

Σχετικά: μπανάκι, μπανιστάν. Βλ. και μπαν-άνα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικός όρος από το αγγλογενές ρήμα μπανάρω, δηλαδή απαγορεύω. «Κάνω μπανάκι» σημαίνει τρώω πόρτα από ένα διαδικτυακό forum ή άλλη παρόμοια μορφή ιντερνετικής επικοινωνίας, επειδή έχω υπερβεί κατάφωρα τους κανόνες λειτουργίας του κι ο mod ή admin με πετάει όξω. Η πρόσκληση «πάμε για μπανάκι;» λέγεται σε μια σπάνια στιγμή ευγενούς διαδικτυακής ανδρείας, όταν ο γράφων σε forum αποφασίσει να γράψει τον αντμιν στην πούτσα του, επειδή νιώθει ότι πρέπει οπωσδήποτε να πει αυτό που θέλει να πει. Η έκφραση «πάμε για μπανάκι» είναι ένα σύγχρονο «Μολών λαβέ!».

- Ρε φίλε, η παροιμία που καταχώρισες στο slang.gr υπάρχει απ' την Τουρκοκρατία, και την ξέρει κι η κουτσή Μαρία! Ο Τριανταφυλλίδης έχει πέντε σελίδες για πάρτη της! Άσε που δεν έχει κανένα στοιχείο αργκό! Τι το πέρασες εδώ; Μπαμπινιώτη; Ή σου αρέσει να κάνεις μπανάκι;

(από Vrastaman, 10/09/10)

Σχετικά: μπανάνα / banάνα, μπάνιο, μπανιστάν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμένος ο όρος camper, προερχόμενος από την ιδιόλεκτο των ίντερνετ καφέ και ειδικότερα των παιχνιδιών τύπου counter strike, call of duty και γενικά παιχνιδιών 3-d shooter (που στόχος είναι να σκοτώνεις τους αντιπάλους, απλά αυτό). Ο όρος δηλώνει τον παίκτη αυτών των βιντεοπαιχνιδιών ο οποίος αντί να περιφέρεται γενναίος και λεβέντης στην πίστα με προτεταμένο στέρνο, ακολουθώντας το ρητό «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», κάθεται στα αυγά του, ενεδρεύει, λουφάζει σε κτίρια, παράθυρα, πίσω από πόρτες, γωνίες κλπ και περιμένει σαν κότα, ή αλλιώς κάνει camping, εξ ου και ο όρος. Αν δεν κάνω λάθος, στο counter strike όντως το ίδιο το παιχνίδι βγάζει μήνυμα «you are camping» όταν ο παίκτης μένει ακίνητος, στα άλλα παιχνίδια είναι απλά θέμα ηθικής και αξιοπρέπειας.

Το αν τα καμπέρια και η τακτική τους θα πρέπει να λοιδωρούνται και γενικά αν το camping αποτελεί legitimate τακτική είναι πολύ μεγάλο θέμα διεθνώς, στην Ελλάδα ωστόσο ο κώδιξ τιμής της virtual μπέσας τα καταδικάζει μάλλον ομόφωνα.

Επίσης το να σκοτώνεις καμπέρι, κατά προτίμηση προσεγγίζοντάς το από πίσω, είναι ό,τι πιο κοντά στο να κερνάς από πίσω, σύμφωνα με πολλούς 12χρονους ειδήμονες.

ένα παράδειγμα από αγγλόφωνο φόρουμ που αξίζει νομίζω:
I'm not a camper, my strategy, similar to Chuck Norris', is to kill.

κι ένα ελληνόφωνο:
Τρελαίνομαι να τρώω sniperades ή καμπέρια που αράζουν σε ένα παράθυρο με RPD και ρίχνουν αδιακρίτως. Δεν λέω πως δεν τους πάω, απλά μάρεσει να τους σφάζω εκεί που δεν το περιμένουν. Ειδικά όταν καταλάβουν πως έρχομαι.

Λέμε, τωρα! (από Vrastaman, 20/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified