Η σωματική και ψυχική δύναμη, η αντοχή (< ανακαρώνω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < ανα- + καρώνω < αρχαίο ελληνικό καρόω < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα **ḱrhesn*.

Αληθινά, στο δεξί φρύδι του δρόμου ήταν ένα παλιάλογο και κοντά ένας ξερακιανός χωριάτης κρα­τούσε το χαλινάρι του. Μα το ζώο είχε τέτοιο χάλι, που μολογούσε ότι κι ελεύθερο αν μείνει, ανάκαρα δεν έχει να κινηθεί. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Σμυρνιά).

Got a better definition? Add it!

Published

Η δύναμη, η αντοχή < τουρκικό takat < αραβικό طاقة (taqat = δύναμη).

Δεν έχω τακάτι, τα έχω φτύσει. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Φτάνω στο αμήν σημαίνει φτάνω σε οριακό σημείο, έχω εξαντληθεί.

Όταν η κατάσταση φτάσει στο αμήν, ο Γιωργάκης και η μακάβρια ακολουθία του θα επιδοθούν στους πάσης φύσεως εκβιασμούς. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Εξαντλούμαι στη δουλειά, μου φεύγει ο πάτος.

Ούτε και φέτος διακοπές και από Σεπτέμβριο θα ξεπατωθούμε στη δουλειά!

Got a better definition? Add it!

Published

Εισχωρώ σε θέση αντικανονικά, χάρη σε μέσο, βύσμα. Στην καθιέρωση της έκφρασης έχει συμβάλει ο κωμικός Κώστας Βουτσάς με την ατάκα "έτσι και τρουπώσω, τρούπωσα" στην ταινία Ένα Έξυπνο Έξυπνο Μούτρο του 1965.

  1. Όποιος τρουπώσει, τρούπωσε. (Εδώ).
  1. Ως μέτοχος της ΕΕΤΑΑ «τρούπωσε» στο ΔΣ ο «Φραπές». (Εδώ).

    1. Με τον Κυριάκο, κανείς δεν χάνεται – «Τρούπωσε» στο Μαξίμου και ο Κοντοζαμάνης". (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αλεξιπτωτιστής, αυτός που καταλαμβάνει θέση με μέσο, βύσμα.

Δεν τον ανταγωνίζομαι, παρόλο που είμαστε συνυποψήφιοι, γιατί είμαι σίγουρος ότι στο τέλος κάποιος ουρανοκατέβατος θα πάρει τη θέση.

Got a better definition? Add it!

Published

Σε συνέχεια του ετέρου ορισμού, λέγεται για κατάληψη θέσης με μέσο, βύσμα.

Έχει πιάσει στασίδι ο γαμπρός του υπουργού, οπότε δεν υπάρχει ελπίδα να ανοίξει η θέση.

Got a better definition? Add it!

Published

Μέσο, βύσμα για κατάληψη θέσης, ύστερα από τηλεφωνική συνομιλία.

Μην έχεις ελπίδα, έχει πέσει σύρμα για τη συγκεκριμένη θέση.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που η καριέρα του προχωρά πάρα πολύ γρήγορα, επειδή έχει καλές διασυνδέσεις, βύσματα.

Πήγε τρένο μέχρι να φτάσει στο Μαξίμου.

Got a better definition? Add it!

Published

Η νέα τάση να πηγαίνει κανείς το καλοκαίρι διακοπές σε κρύα μέρη, ώστε να αποφύγει τον καύσωνα και τις ακραίες θερμοκρασίες λόγω κλιματικής αλλαγής. Εκ των cool (=δροσερός στα αγγλικά) και vacation (διακοπές).

Είπαμε να πάμε για κουλκέισιον στη Βάλια Κάλντα, αλλά καήκαμε και εκεί. Επόμενη φορά στη Σουηδία ή στα Ιμαλάια.

Got a better definition? Add it!

Published