Αρχικά, κάτοικος των Σπάτων. Πλέον αναφέρεται σε τύπο που οδηγάει πειραγμένο αμάξι με σπόιλερ, αεροτομές, μπλάκ λάιτ και ηχοσύστημα το οποίο παίζει στη διαπασών σκυλάδικα. Αγαπημένα θέματα συζήτησης: το αυτοκίνητό του, κόντρες στη Βούτα, μπάλα, γκόμενες. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον παρατηρήσεις ... εξάλλου, αυτός είναι ο σκοπός του.

Βλ. και κάγκουρας.

-... Άσε με μωρέ με το σπατάνι ...τι με νοιάζει εμένα πόσα άλογα πιάνει τ' αμάξι του.

ρατσιστικό αλλά, damn, αυθεντικά καγκούρικο (από xalikoutis, 09/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικός ορισμός του «τσέος» προέρχεται από το μπάτσος - μπατσέος - τσέος.

Χρησιμοποιείται:

  • είτε για να προσδιορίσει την άμεση επαφή με μπάτσους, χωρίς αυτοί να αντιληφθούν ότι αναφέρεσαι σε αυτούς,
  • είτε επειδή το να είσαι μπάτσος από κάποιους θεωρείται υποτιμητικό και ταπεινωτικό, για να προσφωνήσεις κάποιον που, εν ολίγοις, δεν ξηγιέται σωστά ή αλλιώς μόρτικα.

- Ρε τελικά δεν μπορώ να σε πάω στο αεροδρόμιο το βράδυ.
- Έλα ρε μαλάκα... μην είσαι τσέος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς η γκόμενα που τη βλέπεις και πετρώνεις... Όχι ακριβώς ολόκληρος, ένα μέρος σου όμως στάνταρ.

(Για όσους δεν κατάλαβαν, ας κάνουν μία ιστορική αναδρομή στην ελληνική μυθολογία και στην τερατόμορφη «Μέδουσα»).

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, πουτσομούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που περιγράφει τύπο άρρενος που απαντάται στα βόρεια της χώρας (και δη στη Θεσσαλονίκη) και που χρησιμοποιείται μεταφορικά με υποτιμητικό σκοπό.

Εμφανισιακά αναγνωρίζονται από τον συνδυασμό άσπρων καλτσών με μοβ φλάι, το στρατιωτικό κούρεμα, το παπάκι με τη βγαλμένη πόδια και τον ανύπαρκτο σιγαστήρα εξάτμισης, και την πώρωση με τον ΠΑΟΚ (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά).

(Παραλλαγές: γκάγκουρας, σγκάγκουρας.)

-Φεύγα απ' εδώ ρε σγκάγκουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάτσος. Ιστορικά, προέρχεται από την παλιά (εποχή «είμαι μάγκας & κυκλοφορώ με το ένα μανίκι του σακακιού μου αφόρετο να σέρνεται») μάγκικη έκφραση υπαρξιακής αγωνίας «μπας κι είναι εδώ; μπας κι είναι εδώ;»

(Πολύ παλιός & άρα αδόκιμος όρος για παράδειγμα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελεεινός, λερέτης. Παραλλαγές: ο λέχρας, η λέχρα.

Πλύσου ρε παλιολέχρα, βρωμάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του Π.Α.Ο.Κ. (Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών). Το λήμμα χαρακτηρίζει τους κάτοικους του βόρειου τμήματος της χώρας (και κυρίως της Θεσσαλονίκης), σύμφωνα με τους κάτοικους του νότιου τμήματος, μιας που οι μεν εκλάμβαναν τη λέξη «ΠΑΟΚ» ως «ΜΠΑΟΚ» όταν την πρόφεραν οι δε (τώρα πια έχει φτάσει να χαρακτηρίζει και γραφικά άτομα από τον νότο που δεν καταλαβαίνουν ότι το αστείο παραπάλιωσε).

- Από Σαλονίκη είπες; ΜΠΑΟΚ-ΜΠΑΟΚ, φιλαράκι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραία, καλή φάση. Προέρχεται από την στρατιωτική αργκό αλλά πλέον έχει διαδοθεί και χρησιμοποιείται και στην καθομιλουμένη.

- Πώς περάσατε χτες το βράδυ στο πάρτυ;
- Τζάμι!!

"Έχω αλοιφή να σου δώσω, θα γίνει τζάμι" (από Galadriel, 01/12/09)

Βλ. και τζιτζί, τζιτζιλόνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομάζω.

- Καλά, και θα τράκαρες;
- Άσε ρε, είδα τον χριστό φαντάρο σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραμυθιάζω, πουλάω φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

- Και τι λέγατε με τον λεγάμενο τόσες ώρες;
- Μου πουλούσε μπαλαμούτι μπας και του κάτσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified