Ο στοματικός έρωτας που γίνετε σε άνδρες με μικρό μήκος πέους που κυμαίνεται στα 2-5 εκατοστά και φθάνει έως το εσωτερικό των χειλιών της κοπέλας.

Ο φαραώ πάλι μου ζήτησε τιπθρόου, πάλι καλά που βρήκα εκείνους τους μπασκετμπολίστες και μου τον κάρφωσαν λιγό γιατί βαρέθηκα το κοφτό μακαρονάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαιδευτικό επίθετο που χρησιμοποιείτε απο υπερήλικες του Κεριού για οποιαδήποτε ζωντανό οργανισμό νεώτερο των 60 ετών. Χρησιμοποιείτε και στον πληθυντικό.

Παππού το σπίτι έχει ψύλλους. Δεν είδα τίποτα πουλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published

Η θηλυκού γένους φέρουσα των κονδυλωμάτων.

Η Μαρία μου πρότεινε να βγούμε σήμερα. Ακύρωσε της το είναι γνωστή κονδυλωμάνα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Βαλάνος του πέους.

Συνθετικό των λέξεων πούτσα και κεφάλι.

Πως πήγε με την Μαρία? Μια χαρά μου ρούφηξε το τσοκέφαλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι χρήστες ηρωίνης. Λέγονται έτσι λόγω επειδής έχουν αμφότεροι μαύρα μάτια.

Με πήρε τηλέφωνο το αφεντικό, μου είπε να κατεβάσω τα ρολά άμα λείψω έστω και λίγο μη μπει κανένα ρακούν στο μαγαζί... Εν τω μεταξύ που να βρεθεί ρακούν στην Ομόνοια;

Got a better definition? Add it!

Published

Κολλητική ασθένεια που μεταδίδεται από νουμπαδες μέσα από βίντεο γκειμς, κυρίως από το Ντοτα

Sniper με diffusal βρε νουμπά Στρατή....Θα μας κολλήσεις νουμπιαση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιτεμένη ελλεεινίδα που τρίζουν ακόμη τα λουριά της και περιδιαβαίνει στο ίντερνετ ψαρεύοντας πύρκαυλους στερημένους γιδέμπορες με σεξουαλικά υπονοοούμενα λολίτας και πολιτικά σχόλια συνάμα.

Ψαρεύει διαδικτυακά φαλλούς πολλές φορές υποστηρίζοντας ακτιβιστικές και ριζοσπαστικές δράσεις, απόψεις ή πολιτικές. Αλληλέγγυο κούγκαρ με σημαία.

Συνώνυμα: συνταξιούχος λολίτα, γεροντομούνα ή καυλόγρια

Δηλώνει δημόσια ότι τα καταπίνει η Λίνα, κάτοικος Αγγλίας λίγο πριν τη σύνταξη, μπας και ψαρέψει κανένα τεκνό. Αυθεντική καυλογερόντισσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χοντρομπέμπης

Ο χοντρομπέμπης είναι άνθρωπος που, λόγω του υπεβολικού σωματικού λίπους του, ή του στρουμπουλού του σωματότυπου και νεανικού προσώπου του, θυμίζει βρέφος.

Συχνά συνοδεύεται από ανώριμη, νηπιώδη, ή τεμπέλικη συμπεριφορά.

Ο Λάμπρος ο χοντρομπέμπης πάλι φτιάχνει πάζλ κλειδωμένος στο δωμάτιο του και δεν θέλει να έρθει για ποτό.


- Έλα ρε φίλε να παίξουμε μπάλα!

- Ε! Τι σου έχω πει; Μην με αγγίζεις!

- Πω ρε τι χοντρομπέμπης που έχεις γίνει τελευταία.

Got a better definition? Add it!

Published

Το χνέψιμο

συναισθηματική κατάσταση κατα την οποία αισθάνεσαι ταραγμένος-η/ενοχλημένος-η

Ρήμα:χνέφω/χνέφομαι Μετοχή:χνεμένος -η Ουσιαστικό:το χνέψιμο

Ειδα μια κατσαρίδα στο δωμάτιο μου,χνέφτικα και δεν μπορούσα να κοιμηθώ

- Τι έχεις? -Τίποτα,απλά είμαι λίγο χνεμένος σημερα

εκνευρισμόςενόχληση

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τζίμ Λεν, ο Μιτσάρας, ο χωριάτης Βίκινγκ

Mπράβο ρε Μιτσάρα έβαλες την μύτη πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published