Η θηλυκού γένους φέρουσα των κονδυλωμάτων.
Η Μαρία μου πρότεινε να βγούμε σήμερα. Ακύρωσε της το είναι γνωστή κονδυλωμάνα.
Η θηλυκού γένους φέρουσα των κονδυλωμάτων.
Η Μαρία μου πρότεινε να βγούμε σήμερα. Ακύρωσε της το είναι γνωστή κονδυλωμάνα.
Got a better definition? Add it!
Η πόλη ή περιοχή από την οποία προέρχονται πολλοί κάγκουρες. Κατά το ποδοσφαιρομάνα και άλλα εις -μάνα.
Νορμάλ πράγματα για την καγκουρομάνα πόλη των Σερρών. (Εδώ).
Ετσι, για την τιμημένη καγκουρομανα, την Κορυδαλλαρα. (Τουίτερ).
Εναλλακτικώς είναι η γκόμενα μανούλι που αρέσκεται σε κάγκουρες. Βλ. τον ορισμό για τη σελογκόμενα:
Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα... Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα
(Εδώ) .
Got a better definition? Add it!
Γαμοσλανγκοεπίθημα που κοτσάρεται με θαυμασμό, δέος και φετιχιστικές διαθέσεις στις μητέρες όλων των... [συμπλήρωσε το σλανγκοκενό].
Πέον να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο σλανγκοεπίθημα -πατέρας αντιθέτως προσδίδει ένα αρνητικό και ειρωνικό ζενεσεκουά στα σλανγκοπαράγωγά του. Ίσως επειδή είμαστε κατά βάθος μια βαθύτατα οιδιπόδεια κενωνία που προκρίνει το τι σου κάνω μάνα μου έναντι του τι σου κάνω πατέρα μου.
Στα παραδείγματα, καταχωρισμένα και μη λήμματα στο σάη.
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο καβούρι. Ο αρχιτσιγκούναρος. Η μητέρα όλων των καβουρομαχών. Ο δεν πληρώνω-δεν πληρώνω. Αυτός που έχει καβουροπολυκατοικία στην τσέπη.
Καβουρομάνα ο πεθερός του Τάκη. Σε σαντουιτσάδικο του έκανε το γαμήλιο τραπέζι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified